μυγαλῆ: Difference between revisions
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μυγαλῆ]], -έα και [[μυγαλέη]] και μυγάλη και, [[κατά]] τον Διόσκ. μυαγελῆ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας [[μυγαλόμορφα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποντικού με σουβλερή [[μύτη]], ο [[αρουραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυ</i>- του <i>μῦς</i>, <i>μυ</i>-<i>ός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[γαλῆ]] «[[γάτα]]»]. | |mltxt=η (Α [[μυγαλῆ]], -έα και [[μυγαλέη]] και μυγάλη και, [[κατά]] τον Διόσκ. μυαγελῆ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας [[μυγαλόμορφα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ποντικού με σουβλερή [[μύτη]], ο [[αρουραίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μυ</i>- του <i>μῦς</i>, <i>μυ</i>-<i>ός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> [[γαλῆ]] «[[γάτα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῡγᾰλῆ:''' ἡ ([[μῦς]], [[γαλέη]]), [[αρουραίος]], [[ποντικός]] των αγρών, Λατ. [[mus]] [[araneus]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(uncontr. μῡγᾰλέη Nic.Th.816), ἡ, (μῦς, γαλέη)
A shrewmouse, field-mouse, Hdt.2.67, Sannyr.8, Cephisod.7, Anaxandr.39.14, Arist.HA604b19, LXX Le.11.30, Dsc.2.68 (v.l. μυογ-), Philum. Ven.33, Iamb.Myst.5.8.—On the accent v. Hdn.Gr.2.911.
Greek (Liddell-Scott)
μῡγᾰλῆ: ἡ, (μῦς, γαλέη) ὁ ἀρουραῖος μῦς, Λατ. mus araneus, Ἡρόδ. 2. 67, Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 1, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 14, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 6. Ἐν Νικ. Θηρ. 816 ἀπαντᾷ ὁ ἀσυναίρετος τύπος μῡγᾰλέη· καὶ ἐν Διοσκ. 2. 73 μυογάλη. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 6. 23.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. μυγαλέη.
Greek Monolingual
η (Α μυγαλῆ, -έα και μυγαλέη και μυγάλη και, κατά τον Διόσκ. μυαγελῆ)
νεοελλ.
ζωολ. ονομασία μεγάλων ορθόγναθων αραχνών της ομάδας μυγαλόμορφα
αρχ.
είδος ποντικού με σουβλερή μύτη, ο αρουραίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυ- του μῦς, μυ-ός «ποντικός» + γαλῆ «γάτα»].
Greek Monotonic
μῡγᾰλῆ: ἡ (μῦς, γαλέη), αρουραίος, ποντικός των αγρών, Λατ. mus araneus, σε Ηρόδ.