μονόπους: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονόπους]], -ουν, γεν. -οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πόδι]] (α. «[[τράπεζα]] [[μονόπους]]» β. «[[μονόπους]] ποδὶ ζῴου», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-[[πους]])]. | |mltxt=[[μονόπους]], -ουν, γεν. -οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[πόδι]] (α. «[[τράπεζα]] [[μονόπους]]» β. «[[μονόπους]] ποδὶ ζῴου», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ταχύ]]-[[πους]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μονόπους:''' Ιων. μουνο-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μόνο ένα [[πόδι]], [[μονοπόδαρος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. μουνό-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,
A one-footed, AP9.233 (Eryc.), Man.1.137; μ. τράπεζα Poll.10.69.
German (Pape)
[Seite 204] πουν, gen. ποδος, einfüßig, τράπεζα, Poll. 10, 69; in ion. Form μουνόπους, Maneth. 1, 137; Eryc. 9 (IX, 233).
Greek (Liddell-Scott)
μονόπους: Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. τράπεζα (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) Πολυδ., Ι΄, 69· ἴδε μονοπόδιον.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
qui n’a qu’un pied (table, etc.).
Étymologie: μόνος, πούς.
Greek Monolingual
μονόπους, -ουν, γεν. -οδος (ΑΜ ιων. τ. μουνόπους)
αυτός που έχει ένα μόνο πόδι (α. «τράπεζα μονόπους» β. «μονόπους ποδὶ ζῴου», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
Greek Monotonic
μονόπους: Ιων. μουνο-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μόνο ένα πόδι, μονοπόδαρος, σε Ανθ.