μινύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραγουδώ]] μουρμουριστά μια [[μελωδία]]<br /><b>2.</b> (για το [[αηδόνι]]) [[κελαηδώ]] [[γλυκά]] και ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]].
|mltxt=[[μινύρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τραγουδώ]] μουρμουριστά μια [[μελωδία]]<br /><b>2.</b> (για το [[αηδόνι]]) [[κελαηδώ]] [[γλυκά]] και ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[μινυρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῐνύρομαι:''' αποθ., [[μινυρίζω]], λέγεται για [[αηδόνι]], [[κελαηδώ]], σε Σοφ.· [[ψιθυρίζω]] έναν σκοπό, μια [[μελωδία]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνύρομαι Medium diacritics: μινύρομαι Low diacritics: μινύρομαι Capitals: ΜΙΝΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: minýromai Transliteration B: minyromai Transliteration C: minyromai Beta Code: minu/romai

English (LSJ)

[ῡ],

   A = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.

German (Pape)

[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
μινυρίζω.

Greek Monolingual

μινύρομαι (Α)
1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία
2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.

Greek Monotonic

μῐνύρομαι: αποθ., μινυρίζω, λέγεται για αηδόνι, κελαηδώ, σε Σοφ.· ψιθυρίζω έναν σκοπό, μια μελωδία, σε Αισχύλ.