νημερτής: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[νημερτής]] και δωρ. τ. [[ναμερτής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νημερτείς</i> (ενν. <i>σκώληκες</i>)<br /><b>ζωολ.</b> οι [[νημερτίνοι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει στα [[λόγια]] του, αυτός που λέει τα σωστά, [[αψευδής]] («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε [[γέρων]] [[ἅλιος]] [[νημερτής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] ή για πράγματα) [[αληθινός]], [[σωστός]] («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νημερτὴς [[βουλή]]» — [[απόφαση]] η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>νημερτές</i>, <i>νημερτέα</i><br />αληθινά, σωστά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νημερτέως</i> (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. (<i>α</i>)<i>μερ</i>- του [[ἁμαρτάνω]]. Η λ. ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nemertea</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Νημερτής</i>, όν. μιας Νηρηίδας]. | |mltxt=-ές (Α [[νημερτής]] και δωρ. τ. [[ναμερτής]], -ές) <b>νεοελλ.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νημερτείς</i> (ενν. <i>σκώληκες</i>)<br /><b>ζωολ.</b> οι [[νημερτίνοι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει στα [[λόγια]] του, αυτός που λέει τα σωστά, [[αψευδής]] («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε [[γέρων]] [[ἅλιος]] [[νημερτής]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] ή για πράγματα) [[αληθινός]], [[σωστός]] («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νημερτὴς [[βουλή]]» — [[απόφαση]] η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) <i>νημερτές</i>, <i>νημερτέα</i><br />αληθινά, σωστά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νημερτέως</i> (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. (<i>α</i>)<i>μερ</i>- του [[ἁμαρτάνω]]. Η λ. ως νεοελλ. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>nemertea</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Νημερτής</i>, όν. μιας Νηρηίδας]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νημερτής:''' -ές (νη-, [[ἁμαρτεῖν]]), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, [[αλάνθαστος]] στους λόγους του, [[αψευδής]], [[αληθής]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· <i>νημερτέα βουλήν</i>, βέβαιη [[απόφαση]], δηλ. [[απόφαση]] που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα [[εἰπεῖν]] ή <i>μυθήσασθαι</i>, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. [[νημερτέως]], ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, Dor. νᾱμερτής (the only form used by Trag., A. Pers.246), (νη-, ἁμαρτάνω)
A unerring, infallible, γέρων ἅλιος ν., of Proteus, Od.4.349, etc.; ν. τε καὶ ἤπιος, of Nereus, Hes.Th.235; εἰπεῖν ν. βουλήν a sure decree, i.e. one that will infallibly be put in force, Od.1.86,5.30; νημερτέα εἰπεῖν or μυθήσασθαι to speak sure truths, 3.19, Il.6.376; ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπες 3.204; πάντα ναμερτῆ λόγον A.l.c. (troch.); μῦθος, βάξις, A.R.4.810, 1184: Sup. -έστατος Lyc.223: more freq. as Adv., νημερτὲς ἐνίσπες Od.22.166; τῶν γε νόον ν. ἀνέγνω 21.205; νημερτὲς ὑπόσχεο Il.1.514: Ion. Adv. νημερτέως as trisyll., Od.5.98.
Greek (Liddell-Scott)
νημερτής: -ές, Δωρ. νᾱμερτὴς - καὶ οὗτος εἶναι ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ., Πόρσ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 246, Δινδ. εἰς Σοφ. Τρ. 173· (νη-, ἁμαρτάνω)· - ὁ μὴ ἁμαρτάνων εἰς τοὺς λόγους του, ἀληθής, ἀψευδής, γέρων ἅλιος νημερτής, ἐπὶ τοῦ Πρωτέως, Ὀδ. Δ. 349, κτλ.· ν. τε καὶ ἤπιος, ἐπὶ τοῦ Νηρέως, Ἡσ. Θ. 235· εἰπεῖν νημερτέα βουλήν, ἥτις ἀφεύκτως θὰ ἐκτελεσθῇ, Ὀδ. Α. 86, Ε. 30· οὕτω, τῶν γε νόον ν. ἔγνω Φ. 205· ἦ μάλα τοῦτο ἔπος ν. ἔειπας Ἰλ. Γ. 204· οὕτω, πάντα ναμερτῆ λόγον Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· μῦθος, βάξις Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 810, 1184· ὑπερθετ. -έστατος, Λυκόφρ. 223· - συνηθέστερον ὡς ἐπίρρ., νημερτὲς ἐνισπεῖν, νημερτέα εἰπεῖν ἢ μυθήσασθαι, λέγειν τὴν ἀλήθειαν, τὴν βεβαίαν ἀλήθειαν, Ὅμ.· ν. ὑπόσχεο Ἰλ. Α. 514· Ἰων. ἐπίρρ. νημερτέως ὡς τρισύλλ., Ὀδ. Ε. 98· πρβλ. νητρεκής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne se trompe pas, infaillible;
2 véridique, vrai.
Étymologie: νη-, ἁμαρτάνω.
English (Autenrieth)
ές (ἁμαρτάνω): unerring, infallible; freq., νημερτές, νημερτέα εἰπεῖν, truthfully, truly, Od. 3.19, Od. 4.314.— Adv., νημερτέως, ε , Od. 19.296.
Greek Monolingual
-ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, -ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες)
ζωολ. οι νημερτίνοι
αρχ.
1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής», Ομ. Οδ.)
2. (για λόγια ή για πράγματα) αληθινός, σωστός («εἰ δ', ἄγε μοι δμωαί, νημερτέα μυθήσασθε», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «νημερτὴς βουλή» — απόφαση η οποία αναπόφευκτα θα εκπληρωθεί Ομ. Οδ.)
4. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως επίρρ.) νημερτές, νημερτέα
αληθινά, σωστά.
επίρρ...
νημερτέως (Α)
ιων. τ. με νημερτή τρόπο, αληθινά, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + θ. (α)μερ- του ἁμαρτάνω. Η λ. ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nemertea < Νημερτής, όν. μιας Νηρηίδας].
Greek Monotonic
νημερτής: -ές (νη-, ἁμαρτεῖν), Δωρ. και Τραγ. νᾱμερτής, αλάνθαστος στους λόγους του, αψευδής, αληθής, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· νημερτέα βουλήν, βέβαιη απόφαση, δηλ. απόφαση που πρόκειται σίγουρα να εκτελεστεί, σε Ομήρ. Οδ.· νημερτέα εἰπεῖν ή μυθήσασθαι, λέει αλήθειες, σε Όμηρ.· Ιων. επίρρ. νημερτέως, ως τρισύλ., σε Ομήρ. Οδ.