οἰκοδεσπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(28)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[οἰκοδεσπότης]])<br />ο [[αρχηγός]] της οικογένειας, ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[νοικοκύρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντόπιος]] [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο [[πλανήτης]] που επικρατεί [[κάθε]] [[φορά]] στον ζωδιακό κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότης]].
|mltxt=ο (Α [[οἰκοδεσπότης]])<br />ο [[αρχηγός]] της οικογένειας, ο [[κύριος]] του σπιτιού, ο [[νοικοκύρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντόπιος]] [[κυβερνήτης]]<br /><b>2.</b> ο [[πλανήτης]] που επικρατεί [[κάθε]] [[φορά]] στον ζωδιακό κύκλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> [[δεσπότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰκοδεσπότης:''' -ου, ὁ, [[κύριος]] του σπιτιού, αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις για το [[σπίτι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδεσπότης Medium diacritics: οἰκοδεσπότης Low diacritics: οικοδεσπότης Capitals: ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oikodespótēs Transliteration B: oikodespotēs Transliteration C: oikodespotis Beta Code: oi)kodespo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A master or steward of a house, Alex.225, Ev.Matt.10.25, PMeyer 24.2 (vi A. D.) : metaph., of God, Arr.Epict.3.22.4 (οἰκίας δ. was preferred by the Atticists, as in Pl.Lg.954b : so οἴκων δεσπόται X.Mem. 2.1.32, cf. Phryn.348).    2 native ruler, opp. foreign emperor, J.Ap.2.11.    II Astrol., of a planet, owner of a domicile or otherwise predominant, Ptol.Tetr.97, Porph. ap. Iamb.Myst.9.5, Heph. Astr.1.13, PSI3.158.80 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ δεσπότηςκύριος οἴκου ἢ οἰκογενείας, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 6, συχν. ἐν τῇ Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀλλά: οἰκίας δεσπότης ἔλεγον κατὰ προτίμησιν οἱ Ἀττ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 954Β· οὕτως, οἴκου δ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32· ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 373. ΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρολογίᾳ ἕκαστον σημεῖον τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ἦτο οἶκος διὰ τὸν πλανήτην, ὅστις εἰσερχόμενος εἰς τὸ ζῴδιον ἐθεωρεῖτο ὡς ἐπιδρῶν εἰς τοὺς μῆνας καὶ τὰς ἡμέρας ἐφ’ ὅσον ἐκυρίευε· τοῦτο ἐλέγετο οἰκοδεσποτεῖν, καὶ ὁ κυριεύων πλανήτης οἰκοδεσπότης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 maître de maison, chef de famille;
2 qui exerce une influence prédominante dans son domaine en parl. des signes du zodiaque.
Étymologie: οἶκος, δεσπότης.

English (Strong)

from οἶκος and δεσπότης; the head of a family: goodman (of the house), householder, master of the house.

English (Thayer)

οἰκοδεσπότου, ὁ (οἶκος, δεσπότης), master of a house, householder: ἄνθρωπος οἰκοδεσπότης (see ἄνθρωπος, 4a.), οἰκοδεσπότης τῆς οἰκίας, Winer s Grammar, § 65,2. (Alexis, a comic poet of the 399-300 B.C.> IV. century B.C. quoted in Pollux 10,4, 21; Josephus, contra Apion 2,11, 3; Plutarch, quaest. Romans 30; Ignatius ad Ephesians 6 [ET]. Lob. ad Phryn., p. 313shows that the earlier Greeks said οἴκου or οἰκίας δεσπότης.)

Greek Monolingual

ο (Α οἰκοδεσπότης)
ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού, ο νοικοκύρης
αρχ.
1. ντόπιος κυβερνήτης
2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης.

Greek Monotonic

οἰκοδεσπότης: -ου, ὁ, κύριος του σπιτιού, αυτός που λαμβάνει τις αποφάσεις για το σπίτι, σε Καινή Διαθήκη