ὀδαγμός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(28) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)]. | |mltxt=[[ὀδαγμός]] και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> [[ἀδαγμός]], ὁ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[κνησμός]], [[φαγούρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οδαγ</i>-, <b>πρβλ.</b> παθ. υπερσ. <i>ὠ</i>-<i>δάγ</i>-<i>μην</i>, του ρ. <i>ὀδάζω</i> / <i>ὀδάζομαι</i> «[[προκαλώ]] κνησμό, [[αισθάνομαι]] [[φαγούρα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κηρυγ</i>-<i>μός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀδαγμός:''' ὁ (ὀδάξομαι), = [[ἀδαγμός]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (ὀδάξομαι)
A itching, irritation, S.Tr.770 codd.: ἀδαγμός Phot.
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, ion. ἀδαγμός, das Beißen, Jucken, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαγμός: ὁ, (ὀδάξομαι) κνησμός, ἐρεθισμός: οὕτω γράφεται ἡ λέξις ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Σοφοκλ. ἐν Τρ. 770, ἔνθα νῦν ἀδαγμός.
Greek Monolingual
ὀδαγμός και, κατά τον Φώτ. ἀδαγμός, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οδαγ-, πρβλ. παθ. υπερσ. ὠ-δάγ-μην, του ρ. ὀδάζω / ὀδάζομαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. -μός (πρβλ. κηρυγ-μός)].
Greek Monotonic
ὀδαγμός: ὁ (ὀδάξομαι), = ἀδαγμός, σε Σοφ.