νυκτίφαντος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτίφαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]] («νυκτίφαντα φάσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρό</i>-<i>φαντος</i>]. | |mltxt=[[νυκτίφαντος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]] («νυκτίφαντα φάσματα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρό</i>-<i>φαντος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νυκτίφαντος:''' -ον, αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.) : generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος˙ καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.
Greek Monolingual
νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].
Greek Monotonic
νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.