ὄκρις: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_12) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄκρῐς''': -ιος, ἡ, ὡς τὸ [[ἄκρις]], [[ἄκρα]], [[ἀνώμαλος]] [[ἐξοχή]], ἢ [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]]· πᾶσα [[τραχύτης]] ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ ἐπιφανείας, [[εἴτε]] μικρὰ [[εἴτε]] [[μεγάλη]], ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς τραχύτητος τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 790· [[οὕτως]] ocris, ἐν τῇ Ὀμβριαν. καὶ ἀρχ. Λατ. = mons confragosus, Festus, ἴδε Rhein. Museum 1. 386. II. ὡς ἐπίθ. ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = [[ὀκριόεις]], [[ἀνώμαλος]], [[τραχύς]], [[φάραγξ]] Αἰσχ. Πρ. 1016. | |lstext='''ὄκρῐς''': -ιος, ἡ, ὡς τὸ [[ἄκρις]], [[ἄκρα]], [[ἀνώμαλος]] [[ἐξοχή]], ἢ [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]]· πᾶσα [[τραχύτης]] ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ ἐπιφανείας, [[εἴτε]] μικρὰ [[εἴτε]] [[μεγάλη]], ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς τραχύτητος τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 790· [[οὕτως]] ocris, ἐν τῇ Ὀμβριαν. καὶ ἀρχ. Λατ. = mons confragosus, Festus, ἴδε Rhein. Museum 1. 386. II. ὡς ἐπίθ. ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = [[ὀκριόεις]], [[ἀνώμαλος]], [[τραχύς]], [[φάραγξ]] Αἰσχ. Πρ. 1016. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὄκρῐς:''' -ιος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[ἄκρις]], [[ἄκρα]], αιχμηρή [[άκρη]] ή [[προεξοχή]].<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[ὀκρίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, = [[ὀκριόεις]], [[ανώμαλος]], [[τραχύς]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A jagged point or prominence, any roughness on an edge or surface, as of a fractured bone, Hp.Art.14. II as Adj. ὀκρίς, ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, rugged, φάραγξ A.Pr.1016. (Cf. Umbr. ocar (acc. ocrem, etc.) 'arx, mons', OLat. ocris = mons confragosus.)
German (Pape)
[Seite 317] ιος, ἡ, = ἄκρις, jede Hervorragung, Spitze, Hippocr. nach Galen. – So lasen einige Alte bei Hom. δι' ὄκριας ἠνεμοέσσας für ἄκριας, oder gar ὀκρίας, wie von einem nom. ὀκρία, E. M. 261, 6. Vgl. das lat. ocris.
Greek (Liddell-Scott)
ὄκρῐς: -ιος, ἡ, ὡς τὸ ἄκρις, ἄκρα, ἀνώμαλος ἐξοχή, ἢ ὀξεῖα ἄκρα· πᾶσα τραχύτης ἐπὶ τῆς ἄκρας ἢ ἐπιφανείας, εἴτε μικρὰ εἴτε μεγάλη, ἔτι καὶ ἐπὶ τῆς τραχύτητος τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 790· οὕτως ocris, ἐν τῇ Ὀμβριαν. καὶ ἀρχ. Λατ. = mons confragosus, Festus, ἴδε Rhein. Museum 1. 386. II. ὡς ἐπίθ. ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, ἀνώμαλος, τραχύς, φάραγξ Αἰσχ. Πρ. 1016.
Greek Monotonic
ὄκρῐς: -ιος, ἡ,
I. όπως το ἄκρις, ἄκρα, αιχμηρή άκρη ή προεξοχή.
II. ως επίθ., ὀκρίς, -ίδος, ὁ, ἡ, = ὀκριόεις, ανώμαλος, τραχύς, σε Αισχύλ.