ὀλιγοσιτία: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῡντες», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=η (Α [[ὀλιγοσιτία]]) [[ολιγόσιτος]]<br />[[εγκράτεια]] στο [[φαγητό]], [[λιγοφαγία]] («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται [[καθάπερ]] oἱ νοσοῡντες», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγοσῑτία:''' ἡ, περιορισμένη [[κατανάλωση]] τροφής, [[εγκράτεια]] ως προς την [[ποσότητα]] του φαγητού που καταναλώνει [[κάποιος]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσῑτία Medium diacritics: ὀλιγοσιτία Low diacritics: ολιγοσιτία Capitals: ΟΛΙΓΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oligositía Transliteration B: oligositia Transliteration C: oligositia Beta Code: o)ligositi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A small eating, moderation in food, Arist.Pol.1272a22,Pr.863b24, Thphr.Lass. 17, Sor.1.65, etc.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigessen; Arist. pol. 2, 10; Luc. Paras. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
frugalité, sobriété.
Étymologie: ὀλιγόσιτος.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγοσιτία) ολιγόσιτος
εγκράτεια στο φαγητό, λιγοφαγία («ὀλιγοσιτίαις και ὀλιγοποσίαις χρῶνται καθάπερ oἱ νοσοῡντες», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ὀλῐγοσῑτία: ἡ, περιορισμένη κατανάλωση τροφής, εγκράτεια ως προς την ποσότητα του φαγητού που καταναλώνει κάποιος, σε Αριστ.