ὀρνιθεύω: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]]. | |mltxt=[[ὀρνιθεύω]] (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br /><b>1.</b> [[ασχολούμαι]] με το [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὀρνιθεύομαι</i><br />[[παρατηρώ]] το [[πέταγμα]] ή την [[κραυγή]] πτηνών προκειμένου να μαντέψω το [[μέλλον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρνῑθεύω:''' ([[ὄρνις]]), μέλ. <i>-σω</i>, [[πιάνω]] ή [[παγιδεύω]] πουλιά, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A catch, snare birds, X.HG4.1.16. II ὀρνιθεύομαι, = οἰωνίζομαι, observe the flight or cries of birds for divination, D.H.4.13, Hecat.Abd.14.
German (Pape)
[Seite 383] Vögel fangen, Xen. Hell. 4, 1, 16. – Med. den Flug oder die Stimme der Vögel beobachten, um danach zu weissagen, D. Hal. 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθεύω: (ὄρνις) συλλαμβάνω διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = οἰωνίζομαι, παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.
French (Bailly abrégé)
chasser aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.
Greek Monolingual
ὀρνιθεύω (Α) [[όρνις, -ιθος]]
1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών
2. μέσ. ὀρνιθεύομαι
παρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.
Greek Monotonic
ὀρνῑθεύω: (ὄρνις), μέλ. -σω, πιάνω ή παγιδεύω πουλιά, σε Ξεν.