ὀτοτύζω: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀτοτύζω]] (Α) [[οτοτοί]]<br /><b>1.</b> [[κράζω]], [[ξεφωνίζω]] [[οτοτοί]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ολοφύρομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀτοτύζομαι</i><br />θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[ὀτοτύζω]] (Α) [[οτοτοί]]<br /><b>1.</b> [[κράζω]], [[ξεφωνίζω]] [[οτοτοί]], [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, [[ολοφύρομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὀτοτύζομαι</i><br />θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀτοτύζω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, [[θρηνώ]] [[γοερά]], σε Αριστοφ.· μέλ. <i>ὀτοτύξομαι</i>, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A cry ὀτοτοῖ, wail aloud, Ar.Pax1011, Th.1081, Schwyzer 323C35 (Delph., iv B. C.): fut. ὀτοτύξομαι Ar.Lys.520:—Pass., to be bewailed, ὀτοτύζεται . . A.Ch.327 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 405] auch ὀττοτύζω, fut. ὀτοτύξεσθαι, Ar. Lys. 520, ὀτοτοῖ rufen, wehklagen, jammern; absolut, Ar. Pax 976 Th. 1082; c. acc., dah. auch pass. ὀτοτύζεται ὁ θανών, Aesch. Ch. 324.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτοτύζω: κράζω ὀτοτοῖ, θρηνῶ μεγαλοφώνως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1011, Θεσμ. 1081, μέλλ. ὀτοτύξομαι, ὁ αὐτ. Λυσ. 520. - Παθ., θρηνοῦμαι, ὀτοτύζεται ... Αἰσχύλ. Χο. 329. Πρβλ. ἀν-, ἐποτοτύζω.
French (Bailly abrégé)
f. ὀτοτύξομαι, ao. et pf. inus.
se lamenter, se plaindre, déplorer ; Pass. être pleuré.
Étymologie: ὀτοτοῖ.
Greek Monolingual
ὀτοτύζω (Α) οτοτοί
1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι
2. παθ. ὀτοτύζομαι
θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ' ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὀτοτύζω: μέλ. -ξομαι, θρηνώ γοερά, σε Αριστοφ.· μέλ. ὀτοτύξομαι, στον ίδ. — Παθ., θρηνούμαι, με θρηνολογούν, σε Αισχύλ.