ὀψώνης: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀψώνης]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων, [[ιδίως]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οπωρ</i>-<i>ώνης</i>].
|mltxt=[[ὀψώνης]], ὁ (Α)<br />[[αγοραστής]] τροφίμων, [[ιδίως]] ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[ψάρι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οπωρ</i>-<i>ώνης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀψώνης:''' -ου, ὁ ([[ὄψον]], [[ὠνέομαι]]), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, [[προμηθευτής]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψώνης Medium diacritics: ὀψώνης Low diacritics: οψώνης Capitals: ΟΨΩΝΗΣ
Transliteration A: opsṓnēs Transliteration B: opsōnēs Transliteration C: opsonis Beta Code: o)yw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψον)

   A one who buys fish or victuals, caterer, purveyor, Ar.Fr.503, Alciphr.1.1:—also ὀψων-ητής, Arr.Epict.3.26.21, Tz.H.5.534.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψώνης: -ου, ὁ, (ὄψον) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, μάλιστα ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.
Étymologie: ὄψον, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὀψώνης, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων, ιδίως ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, ψάρι» + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ-ώνης].

Greek Monotonic

ὀψώνης: -ου, ὁ (ὄψον, ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, προμηθευτής, σε Αριστοφ.