ὀξυρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη [[δολιότητα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀξυρρεπής<br />[[ὀξέως]] βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρεπῶς</i> (Α)<br />με οξυρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] «[[γέρνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ρρεπής</i>].
|mltxt=[[ὀξυρεπής]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, ὀξυρρεπής, -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται για την [[ευστροφία]] του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη [[δολιότητα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀξυρρεπής<br />[[ὀξέως]] βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀξυρρεπῶς</i> (Α)<br />με οξυρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -(<i>ρ</i>)<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ρέπω]] «[[γέρνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-<i>ρρεπής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠρεπής:''' -ές ([[ῥέπω]]), = <i>[[οξύρροπος]]</i>, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠρεπής Medium diacritics: ὀξυρεπής Low diacritics: οξυρεπής Capitals: ΟΞΥΡΕΠΗΣ
Transliteration A: oxyrepḗs Transliteration B: oxyrepēs Transliteration C: oksyrepis Beta Code: o)cureph/s

English (LSJ)

ές,

   A = ὀξύρροπος, ὀ. δόλῳ with quick-turning art. Pi.O.9.91 ; ὀξυρρεπής in Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] ές, poet, = ὀξυῤῥεπής, Pind. Ol. 9, 98, δόλος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠρεπής: -ές, = ὀξύρροπος, ὀξυρ. δόλῳ, μετ’ εὐστρόφου δολιότητος, Πινδ. Ο. 9. 138· ὀξυρρεπὴς ἐν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1015, καὶ παρ’ Ἡσύχ.:» ὀξυρρεπής· ὀξέως βαρῶν, ἢ ῥέπων, ἢ κινούμενος»· ― Ἐπίρρ. ὀξυρρεπῶς, Μᾶρκ. Ἐρημ. 1041Β.

English (Slater)

ὀξῠρεπής
   1 delicately poised φῶτας δ' ὀξυρεπεῖ δόλῳ ἀπτωτὶ δαμάσσαις i. e. by swiftly shifting balance (O. 9.91)

Greek Monolingual

ὀξυρεπής και, κατά τον Ησύχ., ὀξυρρεπής, -ές (Α)
1. αυτός που διακρίνεται για την ευστροφία του («ὀξυρεπεῑ δόλῳ» — με εύστροφη δολιότητα, Πίνδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀξυρρεπής
ὀξέως βαρῶν, ἤ ῥέπων, ἤ κινούμενος».
επίρρ...
ὀξυρρεπῶς (Α)
με οξυρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -(ρ)ρεπής (< ρέπω «γέρνω»), πρβλ. ισο-ρρεπής].

Greek Monotonic

ὀξῠρεπής: -ές (ῥέπω), = οξύρροπος, σε Πίνδ.