παλτός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς.
|mltxt=[[παλτός]], -ή, -όν (Α) [[πάλλω]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παλτόν]]<br />α) [[βέλος]]<br />β) [[βλήμα]] που ρίχνεται από καταπέλτη<br />γ) ελαφρύ [[δόρυ]] που χρησιμοποιούσαν [[συνήθως]] οι Πέρσες ιππείς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παλτός:''' -ή, -όν ([[πάλλω]])·<br /><b class="num">I.</b> παλλόμενος, εκσφενδονισμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[παλτόν]], <i>τό</i>, ελαφρύ [[δόρυ]] του ιππικού των Περσών, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλτός Medium diacritics: παλτός Low diacritics: παλτός Capitals: ΠΑΛΤΟΣ
Transliteration A: paltós Transliteration B: paltos Transliteration C: paltos Beta Code: palto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A brandished, hurled, πῦρ S.Ant.131 (lyr.).    II as Subst. παλτόν, τό, missile, dart, A.Fr.16; of a light spear used by the Persian cavalry, X.Cyr.4.3.9, 6.2.16, cf. Arr.Fr.158 J.; projectile discharged from a catapult, Id.Tact.43.1.

German (Pape)

[Seite 453] geschwungen, πῦρ, der Blitz, Soph. Ant. 131.

Greek (Liddell-Scott)

παλτός: -ή, -όν, ὁ παλλόμενος, παλτὸν πῦρ, τὸ κεραύνιον, Σοφ. Ἀντ. 131. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. παλτόν, τό, πᾶν ὅ,τι πάλλεται πρὸς ἐξακόντισιν, μάλιστα ἀκόντιον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14· ὅπερ ὁ Ξεν. περιγράφει ὡς ἐλαφρὸν δόρυ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἱππεῦσι τῶν Περσῶν εἴτε ὡς δόρυ εἴτε ὡς ἀκόντιον, Κύρ. 4. 3, 9., 6. 2, 16.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lancé : παλτὸν πῦρ l’éclair ou la foudre.
Étymologie: adj. verb. de πάλλω.

Greek Monolingual

παλτός, -ή, -όν (Α) πάλλω
1. αυτός που πάλλεται, που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται («παλτῷ ῥιπτεῑ πυρί», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλτόν
α) βέλος
β) βλήμα που ρίχνεται από καταπέλτη
γ) ελαφρύ δόρυ που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Πέρσες ιππείς.

Greek Monotonic

παλτός: -ή, -όν (πάλλω
I. παλλόμενος, εκσφενδονισμένος, σε Σοφ.
II. ως ουσ., παλτόν, τό, ελαφρύ δόρυ του ιππικού των Περσών, σε Ξεν.