Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραδοξολογία: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραδοξολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιγραφή]] απίθανων, φανταστικών πραγμάτων<br /><b>2.</b> ο [[παράδοξος]] [[λόγος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[αφήγηση]] θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προτίμηση]] ή η [[χρήση]] τών θαυμαστών πραγμάτων.
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παραδοξολόγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιγραφή]] απίθανων, φανταστικών πραγμάτων<br /><b>2.</b> ο [[παράδοξος]] [[λόγος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η [[αφήγηση]] θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προτίμηση]] ή η [[χρήση]] τών θαυμαστών πραγμάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραδοξολογία:''' ἡ, [[λόγια]] παράδοξα, κουβέντες παράλογες, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξολογία Medium diacritics: παραδοξολογία Low diacritics: παραδοξολογία Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: paradoxología Transliteration B: paradoxologia Transliteration C: paradoksologia Beta Code: paradocologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tale of wonder, marvel, εἰς π. τοῖς μεθ' ἡμᾶς φῦναι Aeschin.3.132, cf. Plb.3.47.6, 3.58.9, prob. in Phld. Po.5.33 (pl.); love or use of paradox, Plu.2.1071d, Simp.in Ph.50.26.

German (Pape)

[Seite 477] ἡ, Rede von wunderbaren Dingen; εἰς παραδοξολογίαν τοῖς ἐσομένοις μεθ' ἡμᾶς ἔφυμεν, Aesch. 3, 132; ἡ περί τινος, Pol. 3, 47, 6.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξολογία: ἡ, τὸ παράδοξα λέγειν, εἰς π. τοῖς ἐσομένοις φῦναι Αἰσχίν. 72. 24, πρβλ. Πολύβ. 3. 47, 6., 3. 58, 9· ἡ τῶν παραδόξων ἀγάπη, Πλούτ. 2. 1046Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 récit de choses incroyables ou extraordinaires;
2 amour du paradoxe.
Étymologie: παραδοξολόγος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παραδοξολόγος
νεοελλ.
1. η περιγραφή απίθανων, φανταστικών πραγμάτων
2. ο παράδοξος λόγος
μσν.-αρχ.
η αφήγηση θαυμαστών, εκπληκτικών πραγμάτων
αρχ.
η προτίμηση ή η χρήση τών θαυμαστών πραγμάτων.

Greek Monotonic

παραδοξολογία: ἡ, λόγια παράδοξα, κουβέντες παράλογες, σε Αισχίν.