παράληψις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(Bailly1_4)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d’une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre en main, de recueillir, gén.;<br /><b>2</b> prise d’une ville;<br /><b>3</b> enseignement, doctrine, leçon.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παράληψις:''' ἡ ([[παραλαμβάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λήψη]] από άλλον, [[διαδοχή]], <i>τῆς ἀρχῆς</i>, σε Πολύβ.<br /><b class="num">2.</b> [[άλωση]], [[κατάληψη]] πόλης, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράληψις Medium diacritics: παράληψις Low diacritics: παράληψις Capitals: ΠΑΡΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: parálēpsis Transliteration B: paralēpsis Transliteration C: paralipsis Beta Code: para/lhyis

English (LSJ)

later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ,

   A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1 ; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ; τῆς οὐσίας Ath.5.218c ; τῶν πόλεων D.C.36.18 ; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13.    b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.).    c appropriation, filching, Plb.2.46.2.    2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33.    3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2 ; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22.    4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7 ; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.

German (Pape)

[Seite 487] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre en main, de recueillir, gén.;
2 prise d’une ville;
3 enseignement, doctrine, leçon.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Greek Monotonic

παράληψις: ἡ (παραλαμβάνω
1. λήψη από άλλον, διαδοχή, τῆς ἀρχῆς, σε Πολύβ.
2. άλωση, κατάληψη πόλης, στον ίδ.