πασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(31)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πατταλεύω]], ΜΑ [[πάσσαλος]]<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τα μάτια) [[προσηλώνω]], [[καρφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπήγω]] [[κάτι]] σαν πάσσαλο.
|mltxt=και [[πατταλεύω]], ΜΑ [[πάσσαλος]]<br /><b>μσν.</b><br />(σχετικά με τα μάτια) [[προσηλώνω]], [[καρφώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπήγω]] [[κάτι]] σαν πάσσαλο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πασσᾰλεύω:''' Αττ. παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[καρφώνω]], [[στερεώνω]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[μπήγω]] [[κάτι]] όπως μια [[ξυλόπροκα]] ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πασσᾰλεύω Medium diacritics: πασσαλεύω Low diacritics: πασσαλεύω Capitals: ΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: passaleúō Transliteration B: passaleuō Transliteration C: passaleyo Beta Code: passaleu/w

English (LSJ)

Att. παττ-,

   A peg, pin, or fasten to, λαβών νιν . . π. πρὸς πέτραις ib.56 ; λάφυρα . . δόμοις ἐπασσάλευσαν Id.Ag.579 ; ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις E.Ba.1214.    2 drive in like a peg or bolt, σφηνὸς . . γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. A.Pr.65.

German (Pape)

[Seite 532] att. πατταλεύω, annageln, anheften, Aesch. Prom. 56. 65 Eur. Rhes. 180 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πασσᾰλεύω: Ἀττ. παττ-, διὰ πασσάλων καρφώνω, στερεώνω, λαβὼν νιν ... π. πρὸς πέτραις Αἰσχύλ. Πρ. 56· λάφυρα δόμοις ἐπασσάλευσαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 579· ὡς πασσαλεύσῃ κρᾶτα τριγλύφοις τόδε λέοντος, ὃν πάρειμι θηράσασ’ ἐγὼ Εὐρ. Βάκχ. 1214. 2) ἐμπήγνυμι ὡς πάσσαλον, σφηνὸς ... γνάθον στέρνων διαμπὰξ π. Αἰσχύλ. Πρ. 65.

French (Bailly abrégé)

néo-att. πατταλεύω;
1 fixer avec un clou, clouer τινά τινι, πρός τινι, ἐπί τινι qqn sur qch;
2 p. ext. enfoncer comme un clou, acc..
Étymologie: πάσσαλος.

Spanish

colgar

Greek Monolingual

και πατταλεύω, ΜΑ πάσσαλος
μσν.
(σχετικά με τα μάτια) προσηλώνω, καρφώνω
αρχ.
1. στερεώνω με πασσάλους («ἐγκρατεῑ σθένει ῥαιστῆρι θεῑνε, πασσάλευε πρὸς πέτραις», Αισχύλ.)
2. μπήγω κάτι σαν πάσσαλο.

Greek Monotonic

πασσᾰλεύω: Αττ. παττ-, μέλ. -σω,
1. καρφώνω, στερεώνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. μπήγω κάτι όπως μια ξυλόπροκα ή πάσσαλο, σε Αισχύλ.