παρεπιστροφή: Difference between revisions
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α [[παρεπιστρέφω]]<br />[[στροφή]], [[γύρισμα]] [[προς]] τα [[πλάγια]]. | |mltxt=ἡ, Α [[παρεπιστρέφω]]<br />[[στροφή]], [[γύρισμα]] [[προς]] τα [[πλάγια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρεπιστροφή:''' ἡ, [[στροφή]] στο πλάι, κοίταγμα, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A turning round in passing, Plu.Sull.35.
German (Pape)
[Seite 517] ἡ, das Umwenden, sich auf die Seite Drehen nach Etwas hin, Plut. Sull. 35.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιστροφή: ἡ, τὸ παρεπιστρέφεσθαι, Πλουτ. Σύλλ. 25.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de se retourner.
Étymologie: παρεπιστρέφω.
Greek Monolingual
ἡ, Α παρεπιστρέφω
στροφή, γύρισμα προς τα πλάγια.
Greek Monotonic
παρεπιστροφή: ἡ, στροφή στο πλάι, κοίταγμα, σε Πλούτ.