παρῳδία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παρῳδία]], ΝΜΑ [[παρωδός]]<br />κωμική [[απομίμηση]] του ύφους και του τρόπου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, φιλολογικού ειδους ή λογοτεχνικής σχολής με υπερτονισμό τών ιδεολογικών ή εκφραστικών αδυναμιών και ιδιαιτεροτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργικός]] επαναχειρισμός μιας προϋπάρχουσας σύνθεσης για να δημιουργηθεί μια νέα<br /><b>2.</b> η κωμική [[απομίμηση]] ενός σοβαρού έργου<br /><b>3.</b> [[ανεπιτυχής]] [[εμφάνιση]], [[ενέργεια]], [[τρόπος]] ενεργειών (α. «[[παρωδία]] δίκης» β. «[[παρωδία]] εξετάσεων»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποδοθεί με ωδή, με [[τραγούδι]] [[τμήμα]] ενός ποιητικού κειμένου ενώ το [[υπόλοιπο]] απαγγέλλεται.
|mltxt=η / [[παρῳδία]], ΝΜΑ [[παρωδός]]<br />κωμική [[απομίμηση]] του ύφους και του τρόπου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, φιλολογικού ειδους ή λογοτεχνικής σχολής με υπερτονισμό τών ιδεολογικών ή εκφραστικών αδυναμιών και ιδιαιτεροτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργικός]] επαναχειρισμός μιας προϋπάρχουσας σύνθεσης για να δημιουργηθεί μια νέα<br /><b>2.</b> η κωμική [[απομίμηση]] ενός σοβαρού έργου<br /><b>3.</b> [[ανεπιτυχής]] [[εμφάνιση]], [[ενέργεια]], [[τρόπος]] ενεργειών (α. «[[παρωδία]] δίκης» β. «[[παρωδία]] εξετάσεων»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να αποδοθεί με ωδή, με [[τραγούδι]] [[τμήμα]] ενός ποιητικού κειμένου ενώ το [[υπόλοιπο]] απαγγέλλεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρῳδία:''' ἡ, [[τραγούδι]] ή [[ποίημα]] στο οποίο διακωμωδούνται [[σοβαρά]] [[λόγια]], [[διακωμώδηση]], [[παρωδία]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῳδία Medium diacritics: παρῳδία Low diacritics: παρωδία Capitals: ΠΑΡΩΔΙΑ
Transliteration A: parōidía Transliteration B: parōdia Transliteration C: parodia Beta Code: parw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A burlesque, parody, Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁ τὰς π. ποιήσας πρῶτος Arist.Po. 1448a13, cf.Ath. 15.698b.

German (Pape)

[Seite 529] ἡ, Nebengesang, bes. Parodie, vgl. παρῳδέω; Arist. poet. 2; παρῳδιῶν ποιηταί, Ath. XV, 698 b; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παρῳδία: ἡ, τὸ παρῳδεῖν τι, τὸ διαστρέφαιν κωμικῶς λόγον σπουδαῖον ἢ ποίημα, «παρῳδία· οὕτω λέγεται ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχθῇ λόγος εἰς κωμῳδίαν» (Σουΐδ. ἐν λέξ. παρῳδούμενος), Ἡγήμων ὁ Θάσιος ὁ τὰς π. ποιήσας πρῶτος Ἀριστ. Ποιητ. 2, 5, πρβλ. Ἀθήν. 698Β· περὶ τῶν παρῳδιῶν τῶν Ἑλλήνων ἴδε G. H. Moser ἐν Heidelb. Studien 6, 2, σελ. 267 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
imitation bouffonne d’un morceau poétique, parodie.
Étymologie: παρῳδός.

Greek Monolingual

η / παρῳδία, ΝΜΑ παρωδός
κωμική απομίμηση του ύφους και του τρόπου ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, φιλολογικού ειδους ή λογοτεχνικής σχολής με υπερτονισμό τών ιδεολογικών ή εκφραστικών αδυναμιών και ιδιαιτεροτήτων
νεοελλ.
μουσ.
1. ο δημιουργικός επαναχειρισμός μιας προϋπάρχουσας σύνθεσης για να δημιουργηθεί μια νέα
2. η κωμική απομίμηση ενός σοβαρού έργου
3. ανεπιτυχής εμφάνιση, ενέργεια, τρόπος ενεργειών (α. «παρωδία δίκης» β. «παρωδία εξετάσεων»)
αρχ.
το να αποδοθεί με ωδή, με τραγούδι τμήμα ενός ποιητικού κειμένου ενώ το υπόλοιπο απαγγέλλεται.

Greek Monotonic

παρῳδία: ἡ, τραγούδι ή ποίημα στο οποίο διακωμωδούνται σοβαρά λόγια, διακωμώδηση, παρωδία, σε Αριστ.