παλιρρύμη: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιρρύμη]] και [[παλινρύμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[προς]] τα [[πίσω]] [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παλιρρύμη]] τῆς τύχης» — η [[μεταστροφή]] της τύχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥύμη]] «[[ροπή]], [[δύναμη]], [[ορμή]]»].
|mltxt=[[παλιρρύμη]] και [[παλινρύμη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[προς]] τα [[πίσω]] [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παλιρρύμη]] τῆς τύχης» — η [[μεταστροφή]] της τύχης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥύμη]] «[[ροπή]], [[δύναμη]], [[ορμή]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλιρρύμη:''' [ῡ], ἡ, [[ορμή]] προς τα [[πίσω]], ροή προς τα [[πίσω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιρρύμη Medium diacritics: παλιρρύμη Low diacritics: παλιρρύμη Capitals: ΠΑΛΙΡΡΥΜΗ
Transliteration A: palirrýmē Transliteration B: palirrymē Transliteration C: palirrymi Beta Code: palirru/mh

English (LSJ)

or πᾰλιν-ρύμη [ῡ], ἡ,

   A rush backwards, back-flow, τοῦ σάλου Plu.Flam.10; π. τύχης a reverse of fortune, Plb. 15.7.1, D.S.3.51 (mostly and perh. rightly written divisim in codd.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιρρύμη: ἢ παλινρύμη [ῡ], ἡ, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρμὴ ἢ φορά, ἡ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁρή, τοῦ σάλου Πλουτ. Φλαμιν. 10· τῆς τύχης … παλιρρύμην, καταδρομήν, καταφορὰν τῆς τύχης, Πολύβ. 15. 7, 1, Διόδ. 3. 51, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πάλιν ῥύμη, ὡς παρὰ Πλουτ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mouvement en sens inverse, retour.
Étymologie: πάλιν, ῥέω.

Greek Monolingual

παλιρρύμη και παλινρύμη, ἡ (Α)
1. η προς τα πίσω κίνηση
2. φρ. «παλιρρύμη τῆς τύχης» — η μεταστροφή της τύχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥύμη «ροπή, δύναμη, ορμή»].

Greek Monotonic

πᾰλιρρύμη: [ῡ], ἡ, ορμή προς τα πίσω, ροή προς τα πίσω, σε Πλούτ.