παυσίλυπος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[παυσίλυπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη [[λύπη]] («[[παυσίλυπος]] [[ἄμπελος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Παυσίλυπον</i><br />[[έπαυλη]] του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άντρον του Παυσίλυπου» — [[σήραγγα]] [[πάνω]] από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος [[τάφος]] του Βεργιλίου<br />β) «ὁ [[παυσίλυπος]] [[οἶκος]]» — ο [[τάφος]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>λυπος</i>]. | |mltxt=-η, -ο / [[παυσίλυπος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη [[λύπη]] («[[παυσίλυπος]] [[ἄμπελος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>τὸ Παυσίλυπον</i><br />[[έπαυλη]] του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «άντρον του Παυσίλυπου» — [[σήραγγα]] [[πάνω]] από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος [[τάφος]] του Βεργιλίου<br />β) «ὁ [[παυσίλυπος]] [[οἶκος]]» — ο [[τάφος]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>παυσ</i>(<i>ι</i>)- του [[παύω]] (<b>πρβλ.</b> [[παῦσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> [[βαρύ]]-<i>λυπος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παυσίλῡπος:''' -ον ([[λύπη]]), αυτός που σταματά τη [[λύπη]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ending pain, Ζεύς S.Fr.425 (lyr.) ; ἄμπελος E.Ba.772 ; ὁ π. οἶκος, i.e. the grave, IG14.2136.
German (Pape)
[Seite 538] schmerzstillend; ἄμπελος, Eur. Bacch. 771; Zeus heißt so Soph. frg. 375 beim Schol. Pind. I. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παυσίλῡπος: -ον, ὁ καταπαύων τὴν λύπην ἢ τὸν πόνον, Ζεὺς Σοφ. Ἀποσπ. 375· ἄμπελος Εὐρ. Βάκχ. 772· ὁ π. οἶκος, δηλ. ὁ τάφος, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise le chagrin.
Étymologie: παύω, λύπη.
Greek Monolingual
-η, -ο / παυσίλυπος, -ον, ΝΑ
αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.)
αρχ.
1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον
έπαυλη του Πολλίωνος στη Νεάπολη της Ιταλίας
2. φρ. α) «άντρον του Παυσίλυπου» — σήραγγα πάνω από την οποία υπάρχει ο λεγόμενος τάφος του Βεργιλίου
β) «ὁ παυσίλυπος οἶκος» — ο τάφος επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι)- του παύω (πρβλ. παῦσις) + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].