πεντεκαιδέκατος: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(31) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον, ΜΑ, αιολ. τ. [[πεμπεκαιδέκοτος]], -ον, Α [[πεντεκαίδεκα]]<br />αυτός που σε μια αριθμητική [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[δεκαπέντε]], ο [[δέκατος]] [[πέμπτος]]. | |mltxt=-η, -ον, ΜΑ, αιολ. τ. [[πεμπεκαιδέκοτος]], -ον, Α [[πεντεκαίδεκα]]<br />αυτός που σε μια αριθμητική [[σειρά]] έχει τον αριθμό [[δεκαπέντε]], ο [[δέκατος]] [[πέμπτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεντεκαιδέκᾰτος:''' -η, -ον, ο [[δέκατος]] [[πέμπτος]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A fifteenth, Arist. Pr.941b14, D.S.12.81, Ev.Luc. 3.1 ; π. τόκοι Supp.Epigr.4.664.17 (Ilium, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 558] der funfzehnte, Plut. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ὁ δέκατος πέμπτος, Διόδ. 12. 81, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
quinzième.
Étymologie: πεντεκαίδεκα.
English (Strong)
from πέντε and καί and δέκατος; five and tenth: fifteenth.
English (Thayer)
πεντεκαιδεκάτῃ, πεντεκαιδεκατον, the fifteenth: Diodorus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-η, -ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, -ον, Α πεντεκαίδεκα
αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος.
Greek Monotonic
πεντεκαιδέκᾰτος: -η, -ον, ο δέκατος πέμπτος, σε Καινή Διαθήκη