ὀρέσκιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρέσκιος]], -ον (Α)<br />[[ορεσκώος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. [[ὀρεσκῷος]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[σκιά]]. | |mltxt=[[ὀρέσκιος]], -ον (Α)<br />[[ορεσκώος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. [[ὀρεσκῷος]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] της λ. [[σκιά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρέσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq., of Dionysus, AP9.524.16.
German (Pape)
[Seite 372] von den Gebirgen beschattet, heißt Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16); E. M. 629, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρέσκιος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ὀρέων σκιαζόμενος, Ἀνθολ. Π. 9. 524. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit dans les montagnes ombreuses.
Étymologie: ὄρος, σκιά.
Greek Monolingual
ὀρέσκιος, -ον (Α)
ορεσκώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένος τ. του επιθ. ὀρεσκῷος, πιθ. κατ' επίδραση της λ. σκιά.
Greek Monotonic
ὀρέσκιος: -ον (σκιά), αυτός που τον επισκιάζουν τα βουνά, σε Ανθ.