περιδίδομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace

Source
(Bailly1_4)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> περιδώσομαι, <i>ao.2</i> περιεδόμην, <i>etc.</i><br />déposer le montant d’une gageure ; gager, parier, <i>avec le gén. de l’enjeu</i> : τρίποδος IL un trépied ; περίδου [[νυν]] [[ἐμοί]] AR voyons ! parie avec moi.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δίδωμι]].
|btext=<i>f.</i> περιδώσομαι, <i>ao.2</i> περιεδόμην, <i>etc.</i><br />déposer le montant d’une gageure ; gager, parier, <i>avec le gén. de l’enjeu</i> : τρίποδος IL un trépied ; περίδου [[νυν]] [[ἐμοί]] AR voyons ! parie avec moi.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[δίδωμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιδίδομαι:''' Μέσ. του [[περιδίδωμι]] (το οποίο δεν συναντάται), [[βάζω]] [[στοίχημα]], [[στοιχηματίζω]], με γεν. πράγμ. (δηλ. της [[τιμής]]), [[τρίποδος]] [[περιδώμεθον]] ἠέ, άσε μας να βάλουμε [[στοίχημα]] έναν τρίποδα, δηλ. άσε μας να στοιχηματίσουμε έναν τρίποδα (και να τον πληρώσει δηλ. όποιος χάσει), σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, θα στοιχηματίσω για τον εαυτό μου, δηλ. θα είμαι ο [[ίδιος]] [[εχέγγυος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[περιδίδομαι]] πότερον, [[βάζω]] [[στοίχημα]] εάν, σε Αριστοφ.· ομοίως, [[περιδίδομαι]] περὶ τῆς κεφαλῆς, [[στοιχηματίζω]] το [[κεφάλι]] μου, στον ίδ.· με την [[προσθήκη]] δοτ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, στον ίδ.· [[περίδου]] [[νῦν]] [[ἐμοί]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

f. περιδώσομαι, ao.2 περιεδόμην, etc.
déposer le montant d’une gageure ; gager, parier, avec le gén. de l’enjeu : τρίποδος IL un trépied ; περίδου νυν ἐμοί AR voyons ! parie avec moi.
Étymologie: περί, δίδωμι.

Greek Monotonic

περιδίδομαι: Μέσ. του περιδίδωμι (το οποίο δεν συναντάται), βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω, με γεν. πράγμ. (δηλ. της τιμής), τρίποδος περιδώμεθον ἠέ, άσε μας να βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα, δηλ. άσε μας να στοιχηματίσουμε έναν τρίποδα (και να τον πληρώσει δηλ. όποιος χάσει), σε Ομήρ. Ιλ.· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, θα στοιχηματίσω για τον εαυτό μου, δηλ. θα είμαι ο ίδιος εχέγγυος, σε Ομήρ. Οδ.· περιδίδομαι πότερον, βάζω στοίχημα εάν, σε Αριστοφ.· ομοίως, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω το κεφάλι μου, στον ίδ.· με την προσθήκη δοτ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, στον ίδ.· περίδου νῦν ἐμοί, στον ίδ.