περιείλω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και περιειλῶ, -έω και [[περιίλλω]] Α<br />[[περιτυλίγω]], [[περιδένω]] (α. «περὶ τοὺς [[πόδας]] τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br />β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[αψίδα]], θόλο [[γύρω]] και [[πάνω]] από [[κάτι]] («συνέβη περιειληθῆναι τὸ [[βρέτας]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιείλομαι</i> και <i>περιειλοῡμαι</i><br />(για την [[ουρά]] φιδιού) συσπειρώνομαι<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> συγκεντρώνομαι («τοῡ πυρώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αυτό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴλω]] / <i>εἰλῶ</i> / [[ἴλλω]] «[[συστρέφω]], [[τυλίγω]]»].
|mltxt=και περιειλῶ, -έω και [[περιίλλω]] Α<br />[[περιτυλίγω]], [[περιδένω]] (α. «περὶ τοὺς [[πόδας]] τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br />β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατασκευάζω]] [[αψίδα]], θόλο [[γύρω]] και [[πάνω]] από [[κάτι]] («συνέβη περιειληθῆναι τὸ [[βρέτας]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιείλομαι</i> και <i>περιειλοῡμαι</i><br />(για την [[ουρά]] φιδιού) συσπειρώνομαι<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> συγκεντρώνομαι («τοῡ πυρώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αυτό»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[εἴλω]] / <i>εἰλῶ</i> / [[ἴλλω]] «[[συστρέφω]], [[τυλίγω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιείλω:''' -[[ειλέω]] ή -[[ίλλω]],<br /><b class="num">1.</b> [[διπλώνω]], [[περιτυλίγω]], <i>σάκια περὶ τοὺς [[πόδας]]</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τυλίγω]], [[επιδένω]] — Μέσ., τυλίγομαι, <i>περιειλάμενος</i> (αόρ. αʹ μτχ.), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείλω Medium diacritics: περιείλω Low diacritics: περιείλω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΛΩ
Transliteration A: perieílō Transliteration B: perieilō Transliteration C: perieilo Beta Code: periei/lw

English (LSJ)

περι-ειλέω, or περι-ίλλω,

   A wrap round, περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν (v.l. περιδεῖν, Cobet περιίλλειν) X.An.4.5.36 ; τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.Alex.15.    2 wrap up, swathe, τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d :—Med., swathe oneself, ῥακίοις περιειλάμενος (Phot., Suid., -ειλλόμενος or -ειλόμενος codd.) Ar.Ra. 1066 :—Pass., to be wrapped up, Ath.15.672e; to be coiled, of a snake's tail, Gal.14.265, cf. OGI56.63 (Egypt, iii B. C.) ; to be concentrated, τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.Intr.Arat. 3.    II build a vaulting, Arch.Anz. 19.8 (Milet.).

German (Pape)

[Seite 573] od. -είλλω, = περιειλέω, ῥακίοις περιειλλόμενος, Ar. Ran. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

περιείλω: -ειλέω, ἢ -ίλλω, περιτυλίσσω, σακκία περὶ τοὺς πόδας περιειλεῖν (διάφ. γραφ. περιδεῖν, ὅθεν ὁ Cobet περιίλλειν) Ξεν. Ἀν. 4. 5, ἐν τέλ. τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Λουκ. Ἀλεξ. 15· τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ἀθήν. 672D· - Μέσ., περιτυλίσσομαι, ῥακίοις περιειλάμενος (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων γραφῆς, -ειλλόμενος ἢ -ειλόμενος), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1066. - Παθ., περιτυλίσσομαι, Ἀθήν. 672Ε· καλύμματι περιειλημένος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε, πρβλ. Γαλην. 14. 265, κτλ.

French (Bailly abrégé)

c. περιειλέω.
Étymologie: περί, εἴλω.

Greek Monolingual

και περιειλῶ, -έω και περιίλλω Α
περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.)
β. «τῷ αὐτοῡ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.)
2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι («συνέβη περιειληθῆναι τὸ βρέτας», Αθήν.)
3. μέσ. περιείλομαι και περιειλοῡμαι
(για την ουρά φιδιού) συσπειρώνομαι
4. μέσ. συγκεντρώνομαι («τοῡ πυρώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴλω / εἰλῶ / ἴλλω «συστρέφω, τυλίγω»].

Greek Monotonic

περιείλω: -ειλέω ή -ίλλω,
1. διπλώνω, περιτυλίγω, σάκια περὶ τοὺς πόδας, σε Ξεν.
2. τυλίγω, επιδένω — Μέσ., τυλίγομαι, περιειλάμενος (αόρ. αʹ μτχ.), σε Αριστοφ.