παρίσχω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(31)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], κρατάω έτοιμο, έχω [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]], [[δίνω]], [[παρέχω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προνοώ]], [[προβλέπω]], [[προμηθεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]] «[[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ετοιμάζω]], κρατάω έτοιμο, έχω [[κοντά]]<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]], [[δίνω]], [[παρέχω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[προνοώ]], [[προβλέπω]], [[προμηθεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴσχω]] «[[κρατώ]] [[πίσω]], [[εμποδίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρίσχω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[παρέχω]], [[κρατώ]] σε [[ετοιμότητα]], έχω [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίσχω Medium diacritics: παρίσχω Low diacritics: παρίσχω Capitals: ΠΑΡΙΣΧΩ
Transliteration A: paríschō Transliteration B: parischō Transliteration C: parischo Beta Code: pari/sxw

English (LSJ)

   A = παρέχω, hold in readiness, Ep. inf. παρισχέμεν Il.4.229 ; present, offer, 9.638, Pi.P.8.76 ; provide, IG7.3073.10 (Lebad.), SIG 245 Gi46 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 524] Nebenform von παρέχω, bereit halten, Il. 4, 229, darbieten, 9, 639.

Greek (Liddell-Scott)

παρίσχω: τύπος παράλληλος τοῦ παρέχω, παρισχέμεν (τοὺς ἵππους), παρασχεῖν, προσαγαγεῖν αὐτῷ, Ἰλ. Δ. 229˙ παρέχω, προσφέρω, αὐτόθι Ι. 638, Πινδ. Π. 8. 109.

French (Bailly abrégé)

prés. inf. épq. παρισχέμεν;
c. παρέχω.
Étymologie: παρά, ἴσχω.

English (Autenrieth)

(parallel form of παρέχω), inf. παρισχέμεν: hold by or ready, offer; τινί τι, Δ 22, Il. 9.638.

English (Slater)

παρίσχω v. παρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. ετοιμάζω, κρατάω έτοιμο, έχω κοντά
2. προσφέρω, δίνω, παρέχω κάτι
3. προνοώ, προβλέπω, προμηθεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσχω «κρατώ πίσω, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

παρίσχω: παράλληλος τύπος του παρέχω, κρατώ σε ετοιμότητα, έχω κάτι έτοιμο, σε Ομήρ. Ιλ.· παρουσιάζω, προσφέρω, στο ίδ.