περιπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, περιπέταμαι Μ<br />[[πετώ]] [[ολόγυρα]], [[πετώ]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενοχλώ]], [[απασχολώ]], [[ζαλίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
|mltxt=ΜΑ, περιπέταμαι Μ<br />[[πετώ]] [[ολόγυρα]], [[πετώ]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ενοχλώ]], [[απασχολώ]], [[ζαλίζω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. <i>-επτόμην</i>· αποθ.· [[πετώ]] [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπέτομαι Medium diacritics: περιπέτομαι Low diacritics: περιπέτομαι Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: peripétomai Transliteration B: peripetomai Transliteration C: peripetomai Beta Code: peripe/tomai

English (LSJ)

   A fly around, Ar.Av.165 : c. acc., ib.1721 ; περιεπέτετο τὰ οἰκία Ant.Lib.16.3 ; π. τὰ πελάγη Luc.Halc.1 ; τὴν ἑκάστου γνώμην π. Id.Hist.Conscr.1 : the form περιπέταμαι occurs in codd. of Arist. HA609a14 ; cf. περιίπταμαι.

German (Pape)

[Seite 587] (s. πέτομαι), herumfliegen, v. l. Xen. An. 5, 9, 23; umfliegen, Luc. Char. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι κύκλῳ, πετῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 165. 1721· μετ’ αἰτ. πράγμ., π. τὰ πελάγη Λουκ. Ἁλκ. 1· τὴν ἑκάστου γνώμην π. ὁ αὐτ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· ― ὁ τύπος περιπέταμαι ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15· καὶ περιίπταμαι, αὐτόθι 5. 9, 2, Δίων Κ. 58. 5. κτλ.

French (Bailly abrégé)

voler autour de, acc..
Étymologie: περί, πέτομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ, περιπέταμαι Μ
πετώ ολόγυρα, πετώ εδώ κι εκεί
αρχ.
μτφ. ενοχλώ, απασχολώ, ζαλίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πέτομαι «πετώ»].

Greek Monotonic

περιπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. -επτόμην· αποθ.· πετώ ολόγυρα, σε Αριστοφ.