περιφερόγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλοντεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική [[γραμμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφερής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική [[γραμμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περιφερής]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιφερόγραμμος:''' -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική [[γραμμή]], σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφερόγραμμος Medium diacritics: περιφερόγραμμος Low diacritics: περιφερόγραμμος Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: peripherógrammos Transliteration B: peripherogrammos Transliteration C: periferogrammos Beta Code: perifero/grammos

English (LSJ)

ον,

   A bounded by a curved line, opp. εὐθύγραμμος, Arist.Cael.286b14, Str.5.1.2, Simp.in Cael.413.4.

German (Pape)

[Seite 598] mit einer kreisförmigen Linie umgeben, Ggstz ὀρθόγραμμος, Arist. de coelo 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

περιφερόγραμμος: -ον, ὁ ὑπὸ περιφερικῆς γραμμῆς ὁριζόμενος, ἀντίθ. τῷ εὐθύγραμμος, ὀρθόγραμμος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 4, 1, Στράβ. 210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une ligne circulaire.
Étymologie: περιφερής, γραμμή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από περιφερική, κυκλική γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιφερής + -γραμμος (< γραμμή)].

Greek Monotonic

περιφερόγραμμος: -ον, αυτός που ορίζεται από κυκλική γραμμή, σε Στράβ.