περιχωρέω: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />aboutir à ; échoir par ordre de succession, <i>avec</i> [[ἐς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χωρέω]]. | |btext=-ῶ :<br />aboutir à ; échoir par ordre de succession, <i>avec</i> [[ἐς]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χωρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[έρχομαι]] γύρω από, [[έρχομαι]] ως [[διάδοχος]], [[περιχωρέω]] εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A go round, σὺ περιχώρει λαβὼν τὴν χέρνιβα Ar.Av.958; π. τὴν Ἑλλάδα Thalesap.D.L.1.44. II rotate, Anaxag.9, 12. 2 to be transferred to, come to in succession, ἡ βασιληΐη π. ἐς Δαρεῖον Hdt. 1.210 ; ἡ ὀργὴ π. ἐς τό τινων μίασμα D.C.40.49.
German (Pape)
[Seite 601] herumgehen, -kommen, περιχώρει Ar. Av. 958, u. Sp., wie Plut. z. B. ἵνα μὴ δόξῃ εἰς τὴν γυναῖκα περιχωρεῖν τὸ δῶρον, Qu. Rom. 8; von der Regierung, nach der Reihe an Einen kommen, εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, Her. 1, 210.
Greek (Liddell-Scott)
περιχωρέω: χωρῶ ὁλόγυρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 958· ἄνω κάτω π. Λουκ. Βίων πρᾶσις 14· π. τὴν Ἑλλάδα Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44. ΙΙ. περιστρέφομαι, Ἀναξαγ. 8. 2) περιέρχομαι εἰς..., διαδοχικῶς καταντῶ εἰς..., π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Ἡρόδ. 1. 210· ἡ ὀργὴ π. εἴς τινα Δίων Κ. 40. 49· πρβλ. περιέρχομαι, περίειμι (εἶμι).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aboutir à ; échoir par ordre de succession, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: περί, χωρέω.
Greek Monotonic
περιχωρέω: μέλ. -ήσω·
I. βαδίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.
II. έρχομαι γύρω από, έρχομαι ως διάδοχος, περιχωρέω εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληΐη, σε Ηρόδ.