πεσσεία: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(32)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=αττ. τ. [[πεττεία]], ἡ, Α [[πεσσεύω]]<br /><b>1.</b> το [[παιχνίδι]] με πεσσούς που παιζόταν από δύο παίκτες, [[πάνω]] σε [[τετράγωνο]] άβακα, [[κάτι]] σαν τα σημερινά παιχνίδια [[σκάκι]], [[ντάμα]], [[τριόδα]] κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[επανάληψη]] του ίδιου φθόγγου.
|mltxt=αττ. τ. [[πεττεία]], ἡ, Α [[πεσσεύω]]<br /><b>1.</b> το [[παιχνίδι]] με πεσσούς που παιζόταν από δύο παίκτες, [[πάνω]] σε [[τετράγωνο]] άβακα, [[κάτι]] σαν τα σημερινά παιχνίδια [[σκάκι]], [[ντάμα]], [[τριόδα]] κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> η [[επανάληψη]] του ίδιου φθόγγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεσσεία:''' Αττ. πεττ-, ἡ, επιτραπέζιο [[παιχνίδι]] με [[πούλια]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσεία Medium diacritics: πεσσεία Low diacritics: πεσσεία Capitals: ΠΕΣΣΕΙΑ
Transliteration A: pesseía Transliteration B: pesseia Transliteration C: pesseia Beta Code: pessei/a

English (LSJ)

Att. πεττ-, ἡ,

   A game resembling draughts or backgammon, Socr. ap. Stob.4.56.39, S.Fr.1081, Pl.R.487c, Phdr.274d, al.    II in Music, repetition of same note, Cleonid.Harm.14.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, att. πεττεία, das Spiel mit den Steinen πεσσοῖς, im Brette, Brettspiel; Soph. frg. 381 bei Poll. 7, 203; Plat. Polit. 299 e Rep. VI, 487 c u. öfter; καὶ κυβεία, Phaedr. 274 d. – Nach Hesych. in der Tonkunst ἡ ἐφ' ἑνὸς τόνου πολλάκις γιγνομένη πλῆξις.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσεία: Ἀττικ. πεττ-, ἡ, παιγνίδιον πεσσῶν, Λατ. duodecim scriptorum lusus, Σοφ. Ἀποσπ. 381, Πλάτ. Πολ. 487C, Φαῖδρ. 274D, κ. ἀλλ.· ἴδε ἐν λέξ. πεσσός.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte de jeu de trictrac.
Étymologie: πεσσεύω.

Greek Monolingual

αττ. τ. πεττεία, ἡ, Α πεσσεύω
1. το παιχνίδι με πεσσούς που παιζόταν από δύο παίκτες, πάνω σε τετράγωνο άβακα, κάτι σαν τα σημερινά παιχνίδια σκάκι, ντάμα, τριόδα κ.ά.
2. μουσ. η επανάληψη του ίδιου φθόγγου.

Greek Monotonic

πεσσεία: Αττ. πεττ-, ἡ, επιτραπέζιο παιχνίδι με πούλια, σε Πλάτ.