περιπροχέομαι: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπροχέομαι''': Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς [[ἔρος]]... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, [[διότι]] [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] [[ἔρως]] θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316. | |lstext='''περιπροχέομαι''': Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς [[ἔρος]]... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, [[διότι]] [[οὐδέποτε]] [[οὕτως]] [[ἔρως]] θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπροχέομαι:''' Παθ., χύνομαι [[παντού]] [[τριγύρω]], σε μτχ. αορ. αʹ <i>ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς</i>, [[σφοδρός]] [[έρωτας]] όρμησε ως [[χείμαρρος]] στην [[καρδιά]] του, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be poured all round, used by Hom. in aor. part., ἔρος . . θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε love rushing in a flood over my heart overcame it, Il. 14.316.
Greek (Liddell-Scott)
περιπροχέομαι: Παθ., περιχύνομαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ μετοχ. ἀορ., οὐ γάρ πώ ποτέ μ’ ὧδε θεᾶς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχῠθεὶς ἐδάμασσε, διότι οὐδέποτε οὕτως ἔρως θεᾶς περιχυθεὶς ἐδάμασε τὴν ψυχήν μου ἐν τῷ στήθει, Ἰλ. Ξ. 316.
Greek Monotonic
περιπροχέομαι: Παθ., χύνομαι παντού τριγύρω, σε μτχ. αορ. αʹ ἔροςθυμὸν περιπροχῠθείς, σφοδρός έρωτας όρμησε ως χείμαρρος στην καρδιά του, σε Ομήρ. Ιλ.