περονάω: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(eksahir) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[atravesar]] | |esgtx=[[atravesar]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περονάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>· Επικ. αόρ. αʹ <i>περόνησα</i>· [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>χλαῖναν περονήσασθαι</i>, [[πιάνω]] με την [[πόρπη]] το [[μανδύα]] κάποιου, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A pierce, transfix, δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145, 13.397; π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11; ἔδειξε . . τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels. ap. Origenes Cels.2.55. 2 Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180; λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66, cf. A.R. 1.722.
German (Pape)
[Seite 602] durchstechen, durchbohren, δουρὶ μέσον περόνησε, Il. 7, 145. 13, 397. – Im med. ein Kleid mit der Spange durchstechen, um es sich am Leibe über den Schultern zu befestigen, ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῖναν περονήσατο, Il. 10, 133, vgl. 14, 180; einzeln bei sp. D., wie Theocr. 14, 66.
Greek (Liddell-Scott)
περονάω: (περόνη) διατρυπῶ, κεντῶ, δουρὶ μέσον περόνησε Ἰλ. Η. 145, Ν. 397· π. μέσον τὸν βραχίονα Διον. Ἁλ. 6. 11· τὰς χεῖρας πεπερονημέναι Κέλσος παρ’ Ὠριγέν. 1. 429C 2) Μέσ., ἀμφὶ δ’ ἄρα χλαῖναν περονήσατο, «πόρπῃ συνέλαβεν, ἐνεπορπώσατο» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 133, Ξ. 180, Θεόκρ, 14. 66.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percer avec une pointe, acc.;
Moy. περονάομαι-ῶμαι agrafer sur soi, acc..
Étymologie: περόνη.
English (Autenrieth)
(περόνη), aor. περόνησε, mid. ipf. περονᾶτο, aor. περονήσατο: pierce, transfix; mid., fasten with a buckle about one, Il. 10.133, Il. 14.180. (Il.)
Spanish
Greek Monotonic
περονάω: μέλ. -ήσω· Επικ. αόρ. αʹ περόνησα· τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., χλαῖναν περονήσασθαι, πιάνω με την πόρπη το μανδύα κάποιου, στο ίδ.