ποριστής: Difference between revisions
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιφέρει, που προξενεί [[κάτι]] («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πορισταί</i><br />(στην Αθήνα) [[επιτροπή]] που διοριζόταν ειδικά για [[εξεύρεση]] έκτακτων πόρων. | |mltxt=ὁ, Α [[πορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει («[[φύλαξ]] καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά [[μέσα]] («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που επιφέρει, που προξενεί [[κάτι]] («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πορισταί</i><br />(στην Αθήνα) [[επιτροπή]] που διοριζόταν ειδικά για [[εξεύρεση]] έκτακτων πόρων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποριστής:''' -οῦ, ὁ ([[πορίζω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προμηθεύει ή εφοδιάζει, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα οι <i>πορισταί</i> ήταν οικονομική [[επιτροπή]] που διοριζόταν για να συγκεντρώσει έκτακτους πόρους, οι προμηθευτές δημοσίου χρήματος, του δημοσίου ταμείου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> το όνομα χρησιμοποιήθηκε από τους ληστές για τους εαυτούς τους, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who supplies or provides, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48; φύλαξ καὶ π. ἀλλοτρίων χρημάτων Eus.Mynd.24; δόξης Phld.Rh.2.53 S. (Comp.). babs., money-maker, J.AJ19.2.5. 2 pl., at Athens, a financial board appointed to raise extraordinary supplies, Ar.Ra.1505, Antipho 6.49, etc.: hence metaph., τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ π. D.4.33. 3 the name used by robbers of themselves, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Arist.Rh.1405a26.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, der Herbeischaffende, Verschaffende, ποριστὰς ὄντας καὶ ἐςηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ, Thuc. 4, 48. Bes. in Athen, der die Einkünfte des Staats zu vermehren sucht, eine Finanzbehörde (B. A. 294), Ar. Ran. 1501, Schol. erklärt πορολόγοι; so auch wohl Antiph. 5, 49 zu nehmen; vgl. Dem. 4, 33, τῶν χρημάτων αὐτοὶ ταμίαι καὶ πορισταὶ γιγνόμενοι. – Nach Arist. rhet. 3, 2, 10 οἱ μὲν λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν, Industrieritter.
Greek (Liddell-Scott)
ποριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πορίζων, ὁ παρέχων, π. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Θουκ. 8. 48· χρημάτων Εὐσ. παρὰ Στοβ. 1. 16, 24. 2) ἐν Ἀθήναις οἱ ποτισταὶ ἦσαν ἐπιτροπεία τις διοριζομένη πρὸς ἐξεύρεσιν ἐκτάκτων πόρων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1501, Ἀντιφῶν 147. 14. Δημ. 49. 18, πρβλ. Βöckh T. Ε. Ι. 223. 3) ὄνομα δι’ οὗ οἱ λῃσταὶ ἐκάλουν ἑαυτούς, οἱ λῃσταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσι νῦν Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10, (τὸ Γαλλικόν: chevaliers d’ industrie).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui procure, qui fournit, qui est l’auteur de ; οἱ πορισταί les administrateurs des fonds publics, à Athènes, propr. « fournisseurs ou pourvoyeurs du trésor »;
2 en mauv. part qui cherche à se procurer des trésors, chevalier d’industrie.
Étymologie: πορίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α πορίζω
1. αυτός που παρέχει («φύλαξ καὶ ποριστὴς ἀλλοτρίων χρημάτων», Ευσ.)
2. αυτός που εξευρίσκει πόρους, χρηματικά μέσα («οἱ λησταὶ αὑτοὺς ποριστὰς καλοῡσι νῡν», Αριστοτ.)
3. αυτός που επιφέρει, που προξενεί κάτι («ποριστὰς ὄντας καὶ εἰσηγητὰς τῶν κακῶν τῷ δήμῳ», Θουκ.)
4. στον πληθ. οἱ πορισταί
(στην Αθήνα) επιτροπή που διοριζόταν ειδικά για εξεύρεση έκτακτων πόρων.
Greek Monotonic
ποριστής: -οῦ, ὁ (πορίζω),
1. αυτός που προμηθεύει ή εφοδιάζει, σε Θουκ.
2. στην Αθήνα οι πορισταί ήταν οικονομική επιτροπή που διοριζόταν για να συγκεντρώσει έκτακτους πόρους, οι προμηθευτές δημοσίου χρήματος, του δημοσίου ταμείου, σε Αριστοφ.
3. το όνομα χρησιμοποιήθηκε από τους ληστές για τους εαυτούς τους, σε Αριστ.