πολυετής: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί [[πολλά]] έτη, [[μακροχρόνιος]] (α. «[[πολυετής]] [[εκπαίδευση]]» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολυετές [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που ζει περισσότερο από δύο [[χρόνια]]<br />β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη [[μορφή]] υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως [[είναι]] οι βολβοί<br />γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο [[τμήμα]] έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει [[πολλά]] [[χρόνια]] («[[νεότης]] τελεσθεῖσα [[ταχέως]] πολυετὲς [[γῆρας]] ἀδίκου», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ηλικία]], [[γέρος]], [[παλαιός]] («[[χρόνος]] δὲ πολυετὴς ἢ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[οἶνος]] καὶ ὁμοίως [[ὀλιγοετής]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που συμβαίνει [[μετά]] από [[πολλά]] [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ετής</i>]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που διαρκεί [[πολλά]] έτη, [[μακροχρόνιος]] (α. «[[πολυετής]] [[εκπαίδευση]]» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πολυετές [[φυτό]]»<br /><b>βοτ.</b> [[φυτό]] που ζει περισσότερο από δύο [[χρόνια]]<br />β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη [[μορφή]] υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως [[είναι]] οι βολβοί<br />γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο [[τμήμα]] έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και [[κατά]] τον χειμώνα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει [[πολλά]] [[χρόνια]] («[[νεότης]] τελεσθεῖσα [[ταχέως]] πολυετὲς [[γῆρας]] ἀδίκου», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[ηλικία]], [[γέρος]], [[παλαιός]] («[[χρόνος]] δὲ πολυετὴς ἢ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[οἶνος]] καὶ ὁμοίως [[ὀλιγοετής]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που συμβαίνει [[μετά]] από [[πολλά]] [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>ετής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυετής:''' -ές ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[πολλά]] χρόνια, που είναι [[γεμάτος]] από αυτά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.). II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.
German (Pape)
[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.
Greek (Liddell-Scott)
πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
(qu’on désire, qu’on attend, qu’on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνια («νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιός («χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωπος ἢ οἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τρι-ετής].
Greek Monotonic
πολυετής: -ές (ἔτος), αυτός που έχει πολλά χρόνια, που είναι γεμάτος από αυτά, σε Ευρ.