προκηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[αδημονώ]], [[ανησυχώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηραίνω]] (II) «έχω πολλές φροντίδες, [[ανησυχώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[αδημονώ]], [[ανησυχώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κηραίνω]] (II) «έχω πολλές φροντίδες, [[ανησυχώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προκηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[ανησυχώ]] για, <i>τινός</i>, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ [[τέκνον]], [[τάδε]] κηραίνεις; [[γιατί]] τελοσπάντων είσαι τόσο [[ανήσυχος]]; σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκηραίνω Medium diacritics: προκηραίνω Low diacritics: προκηραίνω Capitals: ΠΡΟΚΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: prokēraínō Transliteration B: prokērainō Transliteration C: prokiraino Beta Code: prokhrai/nw

English (LSJ)

   A to be anxious for, τινος S.Tr.29.

German (Pape)

[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.

Greek (Liddell-Scott)

προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.

French (Bailly abrégé)

se préoccuper de, gén..
Étymologie: πρό, κηραίνω.

Greek Monolingual

Α
αδημονώ, ανησυχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηραίνω (II) «έχω πολλές φροντίδες, ανησυχώ»].

Greek Monotonic

προκηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ανησυχώ για, τινός, σε Σοφ.· επίσης, τί ποτ' ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; γιατί τελοσπάντων είσαι τόσο ανήσυχος; σε Ευρ.