προμαρτύρομαι: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(34) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[δηλώνω]] με [[μαρτυρία]] [[προηγουμένως]] («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαμαρτύρομαι]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρτύρομαι]] «[[διαμαρτύρομαι]]»]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[δηλώνω]] με [[μαρτυρία]] [[προηγουμένως]] («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαμαρτύρομαι]] εκ τών προτέρων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρτύρομαι]] «[[διαμαρτύρομαι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ., είμαι [[μάρτυρας]], [[μαρτυρώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
French (Bailly abrégé)
attester d’avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.
English (Strong)
from πρό and μαρτύρομαι; to be a witness in advance i.e. predict: testify beforehand.
English (Thayer)
1. antetestor (in the old lexicons).
2. to testify beforehand, i. e. to make known by prediction: Basil of Seleucia, 32a. (Migne vol. lxxxv.) and) by Theodorus Metochita (c. 75, misc., p. 504) — a writer of the 1300-1399> fourteenth century.
Greek Monolingual
ΜΑ
δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)
μσν.
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»].
Greek Monotonic
προμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη