ποτιπτήσσω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσκλίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]]. | |mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ζαρώνω]], μαζεύομαι [[κοντά]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[προσκλίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποτί]], τ. [[ισοδύναμος]] του [[πρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πτήσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποτιπτήσσω:''' Δωρ. αντί προσ-[[πτήσσω]] (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] από φόβο, με γεν., <i>ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</i>, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί <i>προσπεπτηκυῖαι</i>), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A = προσπτ- (which is not found), crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part.) verging towards it, so as to shut it in, Od.13.98.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιπτήσσω: Δωρ. ἀντὶ προσπτ- (ὅπερ ἄχρηστον, συμμαζώνομαι πλησίον, προσκλίνω, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ.), προσκλίνουσαι οὕτως ὥστε νὰ ἐγκλείωσιν. αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· ― ὅπερ ὁ Heyne καὶ ἕτεροι λαμβάνουσιν ὡς Ἐπικ., ἀντὶ προσπεπτωκυῖαι ἐκ τοῦ προσπίπτω, ἀλλὰ πρβλ. πτήσσω.
French (Bailly abrégé)
part pf. fém. pl. ποτιπεπτηυῖαι;
s’appuyer contre, càd couvrir, protéger en parl. des pointes de terre à l’extrémité d’un port.
Étymologie: épq. p. *προσ-πτήσσω.
English (Autenrieth)
perf. part. ποτιπεπτηυῖαι: sink down towards, τινός, Od. 13.98†.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.)
1. ζαρώνω, μαζεύομαι κοντά σε κάποιον
2. προσκλίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πτήσσω.
Greek Monotonic
ποτιπτήσσω: Δωρ. αντί προσ-πτήσσω (που δεν χρησιμ.), μαζεύομαι, ζαρώνω από φόβο, με γεν., ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι, (Επικ. θηλ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), που προσκλίνουν έτσι ώστε να το εγκλείσουν αυτό μέσα τους, σε Ομήρ. Οδ.