προμηθέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προμηθέομαι:''' ([[προμηθής]]), μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>προὐμηθήθην</i>· αποθ.· [[φροντίζω]] εκ των προτέρων, [[προνοώ]] για [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, [[προσέχω]], Λατ. cavere, [[προμηθέομαι]] μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., [[δείχνω]] [[εκτίμηση]] ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθέομαι Medium diacritics: προμηθέομαι Low diacritics: προμηθέομαι Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΟΜΑΙ
Transliteration A: promēthéomai Transliteration B: promētheomai Transliteration C: promitheomai Beta Code: promhqe/omai

English (LSJ)

2sg.

   A προμήθεσαι Archil.(?) in PLit.Lond.54:—to be προμηθής, use forethought, take care, c. gen., σέο, μὴ πλήξω Hdt.3.78; τινὸς ὅπως . . Hierocl. in CA26p.479M.; ὑπέρ τινος Pl.Prt.316c; περί τι Id.La. 198e: abs., Hp.Vict.3.73, al.: c. inf., Alciphr.1.10: c. acc. rei, Hp.Fract.20, Pl.Cri.45a: c. acc. pers., show regard or respect for, ἑωυτόν (v.l. ἑωυτοῦ) Hdt.2.172, cf. 9.108, Syria13.256 (ii B.C.):— neut. part. προμηθεόμενον, abs. in pass. sense, care being taken, ὡς μὴ... ὅπως μὴ . ., Hp.Art.47,69.—An Act. form is found in Gal., ἡ φύσις προμηθοῦσα τῷ σώματι 15.277.

German (Pape)

[Seite 734] dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῦ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρθῶς προμηθεῖ ίπὲρ ἐμοῦ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ στρατηγία κάλλιστα προμηθεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι, Lach. 198 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι προμηθής, φροντίζω προηγουμένως, προνοῶ περί τινος, μετὰ γεν., πρ. ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― καθόλου, προσέχω, Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν περί τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., ὅπως μή... Ἱππ. 813G, 831Η.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
ao. προὐμηθήθην;
prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. ou acc. ; προμηθεῖσθαι μή HDT veiller à ce que… ne.
Étymologie: προμηθής.

Greek Monotonic

προμηθέομαι: (προμηθής), μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ προὐμηθήθην· αποθ.· φροντίζω εκ των προτέρων, προνοώ για κάτι, με γεν., σε Ηρόδ.· ὑπέρ τινος, περί τι, σε Πλάτ.· απόλ., σε Αισχύλ.· γενικά, προσέχω, Λατ. cavere, προμηθέομαι μή..., σε Ηρόδ.· με αιτ., δείχνω εκτίμηση ή σεβασμό για, στον ίδ., Πλάτ.