πρόποσις: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de boire à la santé de qqn, santé qu’on porte <i>ou</i> qu’on accepte, toast.<br />'''Étymologie:''' [[προπίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de boire à la santé de qqn, santé qu’on porte <i>ou</i> qu’on accepte, toast.<br />'''Étymologie:''' [[προπίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόποσις:''' -εως, ἡ ([[προπίνω]]), [[πρόποση]], [[πόση]] προς [[τιμή]] κάποιου, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόποσις Medium diacritics: πρόποσις Low diacritics: πρόποσις Capitals: ΠΡΟΠΟΣΙΣ
Transliteration A: próposis Transliteration B: proposis Transliteration C: proposis Beta Code: pro/posis

English (LSJ)

εως, ἡ, (πίνω)

   A drinking before or to one, προπόσεις πίνειν drink healths, Alex.49; πιὼν . . προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Antiph. 82; π. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν, Critias Fr.6.3,7 D., al.; λαμβάνειν Plb.30.26.6, cf. AP5.133 (Posidipp.); προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ath. 10.432d; δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς π. J.AJ6.14.6, cf. Alciphr.Fr.6.18.    2 drink itself, Simon.167.6; Βρομίου νεκτάρεαι π. BMus.Inscr.1036 (Caria).    3 drinking before food, ὕδατος ἢ οἴνου Aret. CD1.3 (pl.); sg., Aët.9.26.

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, Vortrunk; προπόσεις λαμβάνειν, Pol. 31, 4, 6; Antiphan. 2 (X, 100), Plut. u. a. Sp.; auch das Zutrinken, das Trinkgekag, Alex. bei Ath. XIV, 663 c.

Greek (Liddell-Scott)

πρόποσις: -εως, ἡ, (πίνω) τὸ πίνειν πρότερον ἢ εἰς τιμήν τινος, προπόσεις πίνειν, πίνειν εἰς ὑγείαν τινός, Ἄλεξις ἐν «Δημητρίῳ» 5· πιών... προπόσεις τρεῖς ἴσως ἢ τέτταρας Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1· πρ. ἀποδωρεῖσθαι, ὀρέγειν Κριτίας 2· λαμβάνειν Πολύβ. 31. 4, 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 134· προπόσεις ἐν τοῖς συμποσίοις ποιεῖν Ἀθήν. 432D· δεξιοῦσθαι ἀλλήλους ταῖς πρ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 14, 6. 2) αὐτὸ τὸ ποτόν, Σιμωνίδ. 170, Λυσί. Ἀποσπ. 5 Reiske. ― Πρβλ. προπίνω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de boire à la santé de qqn, santé qu’on porte ou qu’on accepte, toast.
Étymologie: προπίνω.

Greek Monotonic

πρόποσις: -εως, ἡ (προπίνω), πρόποση, πόση προς τιμή κάποιου, σε Πολύβ.