προσιππεύω: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἱππεύω]]<br />[[τρέχω]] [[έφιππος]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κάνω]] έφοδο.
|mltxt=Α [[ἱππεύω]]<br />[[τρέχω]] [[έφιππος]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κάνω]] έφοδο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ιππεύω]] [[εναντίον]], [[εφορμώ]], κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσιππεύω Medium diacritics: προσιππεύω Low diacritics: προσιππεύω Capitals: ΠΡΟΣΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: prosippeúō Transliteration B: prosippeuō Transliteration C: prosippeyo Beta Code: prosippeu/w

English (LSJ)

   A ride up to, charge, Th.2.79; τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, etc., Plu.Pyrrh.16, Mar.25, etc.

German (Pape)

[Seite 766] hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσιππεύω: ἱππεύω πρός..., ἐπιπίπτω, κάμνω ἔφοδον, Θουκ. 2. 79· τῷ ποταμῷ, τῷ στρατοπέδῳ, κτλ., Πλουτ. Πύρρ. 16, Μάρ. 25, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.

French (Bailly abrégé)

aller à cheval auprès de, τινι.
Étymologie: πρός, ἱππεύω.

Greek Monolingual

Α ἱππεύω
τρέχω έφιππος εναντίον κάποιου, κάνω έφοδο.

Greek Monotonic

προσιππεύω: μέλ. -σω, ιππεύω εναντίον, εφορμώ, κάνω έφοδο, σε Θουκ., Πλάτ.