πρόστριμμα: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[προστρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που έχει τριφθεί [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ντροπή]], [[στίγμα]]) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει [[πρόστριμμα]] ἄφερτον ἐνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντριμμα]], [[θραύσμα]].
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[προστρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που έχει τριφθεί [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ντροπή]], [[στίγμα]]) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει [[πρόστριμμα]] ἄφερτον ἐνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντριμμα]], [[θραύσμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόστριμμα:''' -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε [[κάτι]]· μεταφ., [[στίγμα]], όνειδος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστριμμα Medium diacritics: πρόστριμμα Low diacritics: πρόστριμμα Capitals: ΠΡΟΣΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: próstrimma Transliteration B: prostrimma Transliteration C: prostrimma Beta Code: pro/strimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.).    II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.

German (Pape)

[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s’attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.

Greek Monolingual

-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.

Greek Monotonic

πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.