πυραμοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας από ψημένο [[σιτάρι]] και [[μέλι]]<br /><b>2.</b> (με ειδική σημ.) [[πίτα]] με [[σύσταση]] παρόμοια με την [[παραπάνω]] που προσφερόταν σε εκείνον ο [[οποίος]] παρέμενε [[άγρυπνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] παννυχίδας<br /><b>3.</b> [[άθλο]] νίκης, [[βραβείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πυραμοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πυραμόεις</i>, με [[συναίρεση]]) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. [[πυραμίς]] με σημ. «[[είδος]] γλυκίσματος» με κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πυραμίδα]])].
|mltxt=-οῡντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πίτας από ψημένο [[σιτάρι]] και [[μέλι]]<br /><b>2.</b> (με ειδική σημ.) [[πίτα]] με [[σύσταση]] παρόμοια με την [[παραπάνω]] που προσφερόταν σε εκείνον ο [[οποίος]] παρέμενε [[άγρυπνος]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] παννυχίδας<br /><b>3.</b> [[άθλο]] νίκης, [[βραβείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πυραμοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πυραμόεις</i>, με [[συναίρεση]]) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. [[πυραμίς]] με σημ. «[[είδος]] γλυκίσματος» με κατάλ. -<i>όεις</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πυραμίδα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡρᾰμοῦς:''' -οῦντος, ὁ, αντί <i>πυραμόεις</i> ([[πυρός]]), [[γλύκισμα]] φτιαγμένο από [[σιτάρι]] και [[μέλι]] που δινόταν ως [[βραβείο]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμοῦς Medium diacritics: πυραμοῦς Low diacritics: πυραμούς Capitals: ΠΥΡΑΜΟΥΣ
Transliteration A: pyramoûs Transliteration B: pyramous Transliteration C: pyramoys Beta Code: puramou=s

English (LSJ)

οῦντος, ὁ, contr. fr. πυραμόεις, (πυρός)

   A cake of roasted wheat and honey, Ephipp.8.3, cf. Trypho ap.Ath.3.114b; given to him who kept awake best during a παννυχίς, Call.Fr.2.6P.: hence, generally, meed of victory, prize, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ π. for stratagem 'we take the cake (or biscuit)', Ar.Th.94, cf. Eq.277.

German (Pape)

[Seite 820] ὁ, statt πυραμόεις, ein Kuchen von geröstetem Weizen mit Honig (Ath. III, 144 b, ἄρτος διὰ σησάμων πεττόμενος καὶ τάχα ὁ αὐτὸς τῷ σησαμίτῃ ὤν), Ar. Equ. 277, den der bekam, welcher die Nacht über bei der παννυχίς wachend aushalten konnte; dah. Th. 94 τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς, in der List ist der Kuchen unser, d. i. bin ich des Sieges gewiß, vgl. Schol. zur Stelle und πυραμίς.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμοῦς: οῦντος, ὁ, ἀντὶ πυραμόεις (πυρὸς) εἶδος πλακοῦντος ἐκ πεφρυγμένου σίτου καὶ μέλιτος, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1. 3, πρβλ. Ἀθήν. 114Β· ἐδίδοτο δὲ εἰς ἐκεῖνον ὅστις διέμενεν ἄγρυπνος ἐν παννυχίδι, Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C. 2) καθόλου τῆς νίκης τὸ ἆθλον, βραβεῖον, τοῦ γὰρ τεχνάζειν ἡμέτερος ὁ π., ὡς πρὸς τὰ στρατηγήματα εἰς ἡμᾶς ἁρμόζει τὸ βραβεῖον, Ἀριστοφ. Θεσμ. 94, πρβλ. Ἱππ. 277.

French (Bailly abrégé)

οῦντος (ὁ) :
gâteau de miel et de farine.
Étymologie: πυρός.

Greek Monolingual

-οῡντος, ὁ, Α
1. είδος πίτας από ψημένο σιτάρι και μέλι
2. (με ειδική σημ.) πίτα με σύσταση παρόμοια με την παραπάνω που προσφερόταν σε εκείνον ο οποίος παρέμενε άγρυπνος κατά τη διάρκεια παννυχίδας
3. άθλο νίκης, βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραμοῦς (< πυραμόεις, με συναίρεση) αποτελεί παρλλ. τ. της λ. πυραμίς με σημ. «είδος γλυκίσματος» με κατάλ. -όεις (βλ. λ. πυραμίδα)].

Greek Monotonic

πῡρᾰμοῦς: -οῦντος, ὁ, αντί πυραμόεις (πυρός), γλύκισμα φτιαγμένο από σιτάρι και μέλι που δινόταν ως βραβείο, σε Αριστοφ.