πυκτίς: Difference between revisions
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]] ζωγραφικής<br /><b>2.</b> [[περγαμηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκτή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]]].———————— <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(εσφ. ανάγν. [[αντί]] [[πικτίς]]) [[είδος]] άγνωστου ζώου. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]] ζωγραφικής<br /><b>2.</b> [[περγαμηνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκτή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]]].———————— <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(εσφ. ανάγν. [[αντί]] [[πικτίς]]) [[είδος]] άγνωστου ζώου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πυκτίς:''' -[[ίδος]], ἡ, = [[πυκτίον]], [[πλάκα]] για [[γραφή]], σε Ανθ.<br /><b class="num">• [[πυκτίς]]:</b> -[[ίδος]], πιθ. ἡ, άγνωστο ζώο, ίσως ο [[κάστορας]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ, as if πτυκτίς,
A picture, AP9.346 (Leon. Alex.). II parchment codex, Gal.12.423.
πυκτίς (B), ίδος, prob. ἡ, an unknown animal, perhaps the
A badger, v.l. in Ar.Ach.879 (sed leg. πικτίδας).
German (Pape)
[Seite 817] wahrscheinlich ἡ, ein sonst unbekanntes Thier bei Ar. Ach. 844, vielleicht der Biber; v. l. ist πικτίς, welche Dind. vorzieht. ἡ, = πυκτίον, Schreibtafel, γραπτή, Archi. 26 (IX, 346).
Greek (Liddell-Scott)
πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πινακὶς πρὸς γραφήν, Ἀνθ. Π. 9. 346, Γαλην., κτλ.
French (Bailly abrégé)
1ίδος (ἡ) :
γραπτὴ πυκτίς tableau.
Étymologie: πτυκτός, avec dissim.
2ίδος (ἡ) :
dout. p. πικτίς.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
βιβλίο
αρχ.
1. πίνακας ζωγραφικής
2. περγαμηνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκτή + επίθημα ίς, -ίδος].———————— (II)
-ίδος, ἡ, Α
(εσφ. ανάγν. αντί πικτίς) είδος άγνωστου ζώου.
Greek Monotonic
πυκτίς: -ίδος, ἡ, = πυκτίον, πλάκα για γραφή, σε Ανθ.
• πυκτίς: -ίδος, πιθ. ἡ, άγνωστο ζώο, ίσως ο κάστορας, σε Αριστοφ.