ῥαβδομαχία: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>μαχία</i>, <i>πυγ</i>-<i>μαχία</i>)]. | |mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>μαχία</i>, <i>πυγ</i>-<i>μαχία</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥαβδομᾰχία:''' ἡ ([[μάχομαι]]), [[μάχη]] με [[ραβδί]], [[κοντάρι]] ή ελαφρύ [[ξίφος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A fighting with a staff or foil, Plu.Alex.4.
German (Pape)
[Seite 829] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαβδομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι (χάριν ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat au moyen de baguettes.
Étymologie: ῥάβδος, μάχομαι.
Greek Monolingual
η / ῥαβδομαχία, ΝΑ
είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία
νεοελλ.
(γενικά) συμπλοκή με ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ῥαβδομάχος (πρβλ. μονο-μαχία, πυγ-μαχία)].
Greek Monotonic
ῥαβδομᾰχία: ἡ (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.