πολύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[σχετικός]] με την [[πολυφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά και μουσ. όργανα) [[ποικιλόφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[κρασί]]) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα [[πολλά]] [[λόγια]]<br /><b>4.</b> (ως επίθ. του Ομήρου [[αλλά]] και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>5.</b> (το ουδ, ως επίθ.) <i>τὸ πολύφωνον</i><br />[[προσωνυμία]] του Πλάτωνος<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύφωνα</i><br />με ποικίλη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύφωνα</i> Ν, <i>πολυφώνως</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολύφωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγριό</i>-<i>φωνος</i>, [[λεπτό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφωνος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> [[σχετικός]] με την [[πολυφωνία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πουλιά και μουσ. όργανα) [[ποικιλόφωνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες<br /><b>3.</b> (σχετικά με το [[κρασί]]) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα [[πολλά]] [[λόγια]]<br /><b>4.</b> (ως επίθ. του Ομήρου [[αλλά]] και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει [[ποικιλία]] στην [[έκφραση]]<br /><b>5.</b> (το ουδ, ως επίθ.) <i>τὸ πολύφωνον</i><br />[[προσωνυμία]] του Πλάτωνος<br /><b>6.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>πολύφωνα</i><br />με ποικίλη [[φωνή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύφωνα</i> Ν, <i>πολυφώνως</i> ΜΑ<br />[[κατά]] τρόπο πολύφωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγριό</i>-<i>φωνος</i>, [[λεπτό]]-<i>φωνος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που μιλάει [[πολύ]], [[πολυλογάς]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφωνος Medium diacritics: πολύφωνος Low diacritics: πολύφωνος Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: polýphōnos Transliteration B: polyphōnos Transliteration C: polyfonos Beta Code: polu/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A having many tones, ὄρνιθες Arist.PA660a34; κίττα Plu.2.973c, etc.: neut. pl. as Adv., πολύφωνα κρῶξαι Arat.1002.    2 having many voices, Βοιωτία ἕνεκα χρηστηρίων π. οὖσα Plu.2.411e; loquacious, talkative, π. ὁ οἶνος ib.715a, cf. Luc.Hist.Conscr.4.    3 manifold in expression, of Homer, D.H.Comp.16 (Sup.), Str.3.2.12; τὸ π., of Plato, Stob.2.7.3f; of Hyperides, -ότερος [τοῦ Δημοσθένους] Longin. 34.1.

German (Pape)

[Seite 676] vielstimmig, viel Töne hervorbringend; von den Vögeln, Arist. part. anim. 2, 17; Sp., wie D. Hal. u. D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφωνος: -ον, ὁ ἔχων πολυφθόγγους φωνάς, ὄρνιθες Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 4, πρβλ. Πλούτ. 973C κτλ.· πολύφωνα κρώζειν Ἄρατ. 1002. 2) ὁ αἴτιος πολλῶν φωνῶν, πολλῶν λόγων, π. ὁ οἶνος Πλούτ. 2. 715Α, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 4. 3) ὁ τὴν ἔκφρασιν ποικίλος, ἐπὶ Ὁμήρου, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16, Στράβ. 149. ― Περὶ τοῦ ἐν Ἀλκμᾶνι 18, ἴδε ἐν λ. πολύφοινος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a beaucoup de sons;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: πολύς, φωνή.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή εκπέμπει πολλές φωνές, πολλούς τόνους ή φθόγγους, αυτός που βγάζει διαφορετικούς ήχους
νεοελλ.
μουσ. σχετικός με την πολυφωνία
αρχ.
1. (για πουλιά και μουσ. όργανα) ποικιλόφωνος
2. αυτός που μιλάει διαφορετικές γλώσσες, που χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες
3. (σχετικά με το κρασί) αυτός που προκαλεί ή ευνοεί τις πολλές κουβέντες, τα πολλά λόγια
4. (ως επίθ. του Ομήρου αλλά και πολλών ρητόρων) αυτός που παρουσιάζει ποικιλία στην έκφραση
5. (το ουδ, ως επίθ.) τὸ πολύφωνον
προσωνυμία του Πλάτωνος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύφωνα
με ποικίλη φωνή.
επίρρ...
πολύφωνα Ν, πολυφώνως ΜΑ
κατά τρόπο πολύφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. αγριό-φωνος, λεπτό-φωνος].

Greek Monotonic

πολύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που μιλάει πολύ, πολυλογάς, σε Λουκ.