σαγηναῖος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />ο [[σχετικός]] με τη [[σαγήνη]], το μεγάλο αλιευτικό [[δίχτυ]], [[αλιευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br />ο [[σχετικός]] με τη [[σαγήνη]], το μεγάλο αλιευτικό [[δίχτυ]], [[αλιευτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σαγήνη]] «αλιευτικό [[δίχτυ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σᾰγηναῖος:''' -α, -ον ([[σαγήνη]]), αυτός που ανήκει σε ή είναι [[κατάλληλος]] για [[ψάρεμα]] με τα δίχτυα, [[αλιευτικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγηναῖος Medium diacritics: σαγηναῖος Low diacritics: σαγηναίος Capitals: ΣΑΓΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: sagēnaîos Transliteration B: sagēnaios Transliteration C: saginaios Beta Code: saghnai=os

English (LSJ)

α, ον,

   A of a σαγήνη, AP6.23,192 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 857] zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).

Greek (Liddell-Scott)

σαγηναῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σαγήνην, ἁλιευτικὸς, Ἀνθ. Π. 6, 23 καὶ 192.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une seine de pêcheur.
Étymologie: σαγήνη.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

σᾰγηναῖος: -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.