σαγηναῖος

English (LSJ)

α, ον, of a σαγήνη, AP6.23,192 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 857] zur σαγήνη gehörig; λίνον, Ep. ad. 128; Archi. 10 (VI, 23. 192).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne une seine de pêcheur.
Étymologie: σαγήνη.

Russian (Dvoretsky)

σᾰγηναῖος: идущий на изготовление сетей (λίνον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σαγηναῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σαγήνην, ἁλιευτικὸς, Ἀνθ. Π. 6, 23 καὶ 192.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ο σχετικός με τη σαγήνη, το μεγάλο αλιευτικό δίχτυ, αλιευτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγήνη «αλιευτικό δίχτυ» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

σᾰγηναῖος: -α, -ον (σαγήνη), αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για ψάρεμα με τα δίχτυα, αλιευτικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σᾰγηναῖος, η, ον σαγήνη
of or for a drag-net, Anth.