ῥῦμα: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on tire à soi ; corde d’un arc ; <i>p. ext.</i> portée d’un trait : [[ἐκ]] τόξου ῥύματος XÉN à la portée du trait;<br /><b>2</b> ce qu’on tire devant soi pour s’abriter ; abri, refuge τινος, contre qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on tire à soi ; corde d’un arc ; <i>p. ext.</i> portée d’un trait : [[ἐκ]] τόξου ῥύματος XÉN à la portée du trait;<br /><b>2</b> ce qu’on tire devant soi pour s’abriter ; abri, refuge τινος, contre qch.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ ; cf. [[ἐρύω]] et [[ῥύομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῦμα:''' -ατος, τό (*ρύω=[[ἐρύω]]), αυτό που σύρεται·<br /><b class="num">I. 1.</b> τόξου [[ῥῦμα]], δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]], δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ τόξου ῥύματος</i>, από [[απόσταση]] μιας βολής τόξου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ρυμούλκα]] ([[σχοινί]] ρυμούλκησης), σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥύομαι]]) [[άμυνα]], [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Ευρ.· πύργου [[ῥῦμα]], [[πύργος]], [[προπύργιο]] άμυνας, [[οχύρωμα]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῦμα Medium diacritics: ῥῦμα Low diacritics: ρύμα Capitals: ΡΥΜΑ
Transliteration A: rhŷma Transliteration B: rhyma Transliteration C: ryma Beta Code: r(u=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, (ἐρύω (A))

   A that which is drawn:    1 τόξου ῥ., i.e. the Persian archers, opp. λόγχης ἰσχύς, i.e. the Greek spearmen, A.Pers.147 (anap.); ἐκ τόξου ῥύματος from the distance of a bow-shot, X.An.3.3.15; ἐς τόξου ῥ. Eun.Hist.p.271D.    2 towing-line, Plb. 1.26.14, 3.46.5, al., D.H.3.44.
ῥῦμα (B), ατος, τό, (ἐρύω (B))

   A defence, protection, βωμὸς φυγάσιν ῥ. A. Supp.85 (lyr.); ἅπασι κοινὸν ῥ. δαιμόνων ἕδρα E.Heracl.260; πύργου ῥ. a tower of defence, S.Aj.159 (anap.): c. gen. objecti, defence against, [θάνατος] μέγιστον ῥ. τῶν πολλῶν κακῶν A.Fr.353; ῥύματα,= βοηθήματα, Hp. ap. Gal.19.136; cf. ῥύσιον.

German (Pape)

[Seite 851] τό, 1) das Ziehen, der Zug, das, was man zieht, anzieht; bes. – a) die Bogensehne, τόξου ῥῦμα, Aesch. Pers. 145; der Bogenschuß, wie ἐκ τόξου ῥύματος, innerhalb der Weite eines Bogenschusses, Xen. An. 3, 3, 15 u. Suid. – b) das Zugseil, Pol. 1, 26, 14. 3, 46, 5; vgl. D. Hal. 3, 44. – 2) Rettung, Schutz; ἔστι δὲ κἀκ πολέμου τειρομένοις βωμὸς Ἄρης, φυγάσι ῥῦμα, Aesch. Suppl. 84; Soph. Ai. 159; Eur. Heracl. 261; sp. D., φοινίου δορὸς ῥῦμα Lycophr. 507.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on tire à soi ; corde d’un arc ; p. ext. portée d’un trait : ἐκ τόξου ῥύματος XÉN à la portée du trait;
2 ce qu’on tire devant soi pour s’abriter ; abri, refuge τινος, contre qch.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥῦμα: -ατος, τό (*ρύω=ἐρύω), αυτό που σύρεται·
I. 1. τόξου ῥῦμα, δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς, δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· ἐκ τόξου ῥύματος, από απόσταση μιας βολής τόξου, σε Ξεν.
2. ρυμούλκα (σχοινί ρυμούλκησης), σε Πολύβ.
II. (ῥύομαι) άμυνα, υπεράσπιση, προστασία, σε Ευρ.· πύργου ῥῦμα, πύργος, προπύργιο άμυνας, οχύρωμα, σε Σοφ.