σιναμωρέω: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> gâter ; piller, dévaster, acc.;<br /><b>2</b> mâchonner par gourmandise.<br />'''Étymologie:''' [[σινάμωρος]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> gâter ; piller, dévaster, acc.;<br /><b>2</b> mâchonner par gourmandise.<br />'''Étymologie:''' [[σινάμωρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῐνᾰμωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σινάμωρος]]), [[λυμαίνομαι]] ή [[προκαλώ]] τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, [[αφανίζω]], σε Ηρόδ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[θύμα]] ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A ravage or destroy wantonly, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν Hdt.1.152, cf. 8.35: intr., Phld.Herc.1457.12; σ. ἔς τι Paus 2.32.3:—Pass., to be treated wantonly, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar.Nu.1070.
German (Pape)
[Seite 882] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾰμωρέω: (σινάμωρος) βλάπτω, λυμαίνομαι, καταστρέφω ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· ὡσαύτως ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 gâter ; piller, dévaster, acc.;
2 mâchonner par gourmandise.
Étymologie: σινάμωρος.
Greek Monotonic
σῐνᾰμωρέω: μέλ. -ήσω (σινάμωρος), λυμαίνομαι ή προκαλώ τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, αφανίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι θύμα ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.