σινίον: Difference between revisions

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σεννίον]], τὸ, ΜΑ<br />το [[κόσκινο]], η [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]]»].
|mltxt=και [[σεννίον]], τὸ, ΜΑ<br />το [[κόσκινο]], η [[κρησάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[σήθω]] «[[κοσκινίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σινίον:''' τό, [[κόσκινο]] (άγν. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σινίον Medium diacritics: σινίον Low diacritics: σινίον Capitals: ΣΙΝΙΟΝ
Transliteration A: siníon Transliteration B: sinion Transliteration C: sinion Beta Code: si/nion

English (LSJ)

(parox.), τό, late word for

   A sieve, Id. (cf. σεννίον).

German (Pape)

[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.

Greek (Liddell-Scott)

σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.

Greek Monolingual

και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].

Greek Monotonic

σινίον: τό, κόσκινο (άγν. προέλ.).